Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Τα δεκανίκια

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πολιτεία μονάχη, στη μέση του πουθενά. 
Και σ΄αυτήν την πολιτεία βασίλευε ένας βασιλιάς που μια μέρα πήγε για κυνήγι κι εκεί – κανείς δεν ξέρει πως – κάτι τρόμαξε τα’ άλογό του κι αυτό χλιμίντρισε άγρια κι ορθώθηκε στα δυο του πόδια και γκρέμισε τον βασιλιά, που πληγώθηκε βαριά και πήγε να πεθάνει. Και φώναξαν γιατρούς, φώναξαν μάγους για να γιάνει…



Και γέρεψε. Μόνο που δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξαναπερπατήσει δίχως στήριγμα. Γι’ αυτό και του ‘φτιαξαν δεκανίκια χρυσά.


Όμως ο βασιλιάς δεν ήθελα να είναι ο πρώτος απ’ όλους και να ‘ναι μονάχα αυτός ανήμπορος. Ήθελε να είναι ο πρώτος ανάμεσα σε ίσους. Έτσι έβγαλε διαταγή και κήρυκες την κήρυξαν απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ολόκληρη την πολιτεία:
- Ακούστε, ακούστε! Νέοι, γέροι και παιδιά κι αυλικοί και δουλικά κι αγρότες και στρατιώτες… Ο πολυχρονεμένος βασιλιάς προστάζει, όλοι να περπατούν με δεκανίκια. Βασιλική διαταγή! Και σ’ όποιον παρακούσει, η ποινή είναι θάνατος!

Στην αρχή, κάποιοι βρήκανε τόσο παράλογη τη διαταγή που την αψήφησαν. Όμως, σαν πέσανε κεφάλια, όλοι υπάκουσαν και μια νεκρική σιωπή τύλιξε την πολιτεία, που την έσπαγε πού και πού ο ξερός ήχος απ’ τα δεκανίκια πάνω στο πατημένο χώμα και τις πλάκες τις παλιές, στα σοκάκια και τις αυλές…

Και πέρασε καιρός. Και σιγά σιγά, μικροί μεγάλοι ξέμαθαν να περπατούν σαν πρώτα. Κι οι παλιοί γέρασαν και φύγανε και καινούργια παιδιά γεννήθηκαν που ποτέ δεν είχαν δει κανένα να περπατάει δίχως δεκανίκια. Και πέρασε κι άλλος καιρός, ώσπου, μια μέρα, σε βαθιά γεράματα πέθανε ο μικρός, στην ψυχή του, βασιλιάς.

Τότε, ένας γέρος ερημίτης που ζούσε σε μια καλύβα στην άκρη του δάσους και που δεν κρατούσε δεκανίκια παρά μονάχα τις λίγες φορές που έπρεπε, για να πάρει ρύζι και λίγο τσάι, να κατεβεί ως το χωριό, τόλμησε, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια και χρόνια, να περπατήσει μπροστά στους χωριανούς του χωρίς δεκανίκια.
- Κοιτάξτε! Κοιτάξτε με, τους είπε. Ποτέ δεν ξέμαθα να περπατάω, γιατί είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου να θέλει να στέκεται ορθός. Προσπαθήστε κι εσείς. Μπορείτε! Πέθανε ο βασιλιάς! Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε!

Κάποιοι από τους πιο νέους πέταξαν τα δεκανίκια και προσπάθησαν να περπατήσουν. Όμως, δεν τα κατάφεραν. Πέσανε στο χώμα γεμίζοντας πληγές.

Τότε όλοι στο χωριό τον πήρανε τον ερημίτη με τις πέτρες κι εκείνος, γυρνώντας με σκυμμένο το κεφάλι στην καλύβα του, είχε καταλάβει πως όταν κάποιος είναι σκλάβος μιας ανημπόριας ανύπαρκτης για τόσο πολύ καιρό, δεν μπορεί να γίνει ελεύθερος από τη μία στιγμή στην άλλη. Θα πληγωθεί. Γιατί η τόλμη δεν αρκεί. Χρειάζεται κι υπομονή κι επιμονή και πειθαρχία η ελευθερία. Και κανένας δεν μπορεί να σου την επιβάλλει, αν βαθιά μέσα σου δεν την λαχταράς…

Όμως, το ίδιο εκείνο βράδυ, μόλις έπεσε να κοιμηθεί, ο ερημίτης άκουσε έναν ήχο, κάτι σαν σούρσιμο φύλλων στο κατώφλι του. Πίστεψε πως ήταν ο αέρας και δεν σάλεψε. Αλλά, σε λίγο ο ήχος ξαναγύρισε σαν χτύπημα ρυθμικό πάνω στην πόρτα. Σηκώθηκε, άναψε το λυχνάρι, ξεμαντάλωσε και είδε δέκα ζευγάρια λαμπερά μάτια να τον κοιτούν. Ήταν δέκα παλικάρια από το χωριό που του είπαν :
- Δάσκαλε, μάθε μας να περπατάμε χωρίς δεκανίκια. Δίδαξέ μας την ελευθερία που έχει το ζαρκάδι στο δάσος και το άλογο στη στέπα κι ο λαγός και το κουνάβι και ο άσβος…
- Δεν είμαι Δάσκαλος. Είμαι ένας άνθρωπος μονάχος που επειδή δεν είχα να νοιαστώ γυναίκα και παιδιά, μπόρεσα κι αψήφησα την διαταγή του βασιλιά. Δεν χρειάστηκε να μάθω τίποτα. Μόνο να μην ξεμάθω. Τι θα μπορούσε να διδάξει κάποιος που δεν ξέμαθε;

Όμως τα’ αγόρια επέμειναν και παρακάλεσαν και δεν δέχονταν να φύγουν αν δεν μάθαιναν από εκείνον που δεν ξέμαθε.

Ο γέρος τους κράτησε. Και μέρα τη μέρα, σιγά σιγά, οι μυώνες τους δυνάμωσαν και τα πόδια άρχισαν να μπορούν να κουβαλούν το σώμα. Κι ύστερα, βάλθηκαν να τρέχουν κι έπειτα έμαθαν να χορεύουν ξεχασμένους παλιούς χορούς…

Σαν ένιωσαν πως ήταν έτοιμοι, κατέβηκαν στο χωριό, περπατώντας με το σώμα στητό και τα χέρια ελεύθερα. Και μπροστά στους έκπληκτους χωριανούς, έτρεχαν κι έκαναν τούμπες και χόρευαν. Τότε δεν έμεινε κανείς να μην τους ακολουθήσει. Όλοι πέταξαν τα δεκανίκια και πήγαν να χορέψουνε.
- Περιμένετε! Τους φώναζε ο γέροντας. Όχι απότομα! Σιγά σιγά θα πρέπει το σώμα να συνηθίσει για να μπορεί να υπακούσει στου χορού το ρυθμό. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα… όχι ακόμα…!

Όμως, όπως κανένας δεν ήθελε ν’ ακούσει, δεν έμεινε κανένας να μην πέσει ανήμπορος στο χώμα. Κι εκεί να δεις πληγές και σπασίματα και φωνές και βογκητά και ουρλιαχτά! Κι έγινε μεγάλη ταραχή. Κι ήρθαν στρατιώτες κι έπιασαν τους ταραχοποιούς. Κι οι δικαστές τους δίκασαν, ξεθάβοντας τον παλιό νόμο.
- Σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος, είπε ο καινούργιος βασιλιάς. Η ποινή είναι θάνατος!

Ο Δάσκαλος και τα δέκα παλικάρια χάθηκαν. Όλα ξαναγύρισαν στον παλιό, γνώριμο ρυθμό που δίνουνε τα δεκανίκια, και ποτέ πια κανείς δεν τόλμησε να περπατήσει δίχως στήριγμα σε εκείνη την πολιτεία.

Κι από τότε, στον τόπο εκείνο, όταν οι παραμυθάδες λένε παραμύθια, αφηγούνται και μια ιστορία παράξενη : πως κάποτε, σε κάποιο μέρος του κόσμου, οι άνθρωποι περπατούσανε με το σώμα στητό και τα χέρια ελεύθερα…







Από το βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη : "Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών" εκδ. Πατάκη

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Η ιστορία των χρωμάτων (Ιστορίες του γερο-Αντόνιο, Subcomandante Marcos)

Alfred Gockel, Parrot Family

Ο γερο-Αντόνιο δείχνει έναν παπαγάλο που διασχίζει τον απογευματινό ουρανό. Μοιάζουν ψέμα τόσα χρώματα για ένα μόνο πουλί. Δεν ήταν έτσι ο παπαγάλος. Δεν είχε χρώματα. Σκέτο γκρι ήταν. Τα φτερά του ήταν κοντά σαν βρεγμένης κότας. Άλλο ένα μέσα στα τόσα πουλιά που ποιος ξέρει πώς ήρθαν στον κόσμο, γιατί οι θεοί δεν ήξεραν ποιος ή πώς είχε φτιάξει τα πουλιά. Κι έτσι ήταν.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Το Φιδόδεντρο


Life Tree, Mariana Stauffer.

Η τύχη του Καλογεννημενού

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια μάνα που 'χε ένα γιο άμυαλο και άτυχο. Κάθε μέρα έπαιρνε το γιο της, που οι άλλοι τον φώναζαν κοροϊδευτικά Καλογεννημένο, κι επήγαιναν να ζητιανέψουν για να ζήσουν.

Μια μέρα έφτασαν έξω από μια σπηλιά και κάθησαν να ξαποστάσουν. Μέσα στη σπηλιά εκείνη πήγαιναν και μέτραγαν τα λεπτά τους οι ληστές. Τα έβαζαν κατόπιν μέσα σε σακιά κι είχαν να τους τα φυλάει ένα πελώριο φίδι.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο παππούς και η γιαγιά είπαν ή Το Καλό και το Κακό κορίτσι (Πομακικό παραμύθι)

Landscape with a Mill, Michel Georges.

Ζούσε μια φορά ένας άνδρας και μια γυναίκα και είχαν ένα κορίτσι. Η γυναίκα πέθανε νέα και το κοριτσάκι έμεινε ορφανό, αλλά ο άνδρας αναγκάστηκε να παντρευτεί άλλη γυναίκα. Η άλλη γυναίκα είχε και αυτή ένα κορίτσι που το έλεγαν Εμινέ. Αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Εμινέ, αλλά το άλλο το βασάνιζε και το έβαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η Κοκκινοσκουφἰτσα (από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη, "Αιολική Γη")

Kathleen Lolley

....ο λύκος τριγύριζε στα Κιμιντένια (βουνά της Μ. Ασίας, απέναντι από τη Μυτιλήνη), και σα νύχτωσε πείνασε πολύ. Βγήκε από το δάσος, τράβηξε πέρα από την κοίτη του ποταμού κι έφτασε στην κοιλάδα. Εκεί ήταν το καλυβάκι της καλής γριούλας, της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας. Στάθηκε εκεί και συλλογίστηκε: "Να φάω τη γιαγιά ή να περιμένω την Κοκκινοσκουφίτσα που έχει πιο γλυκό κρέας;"

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Η Κακιά Μάνα


Fairytale Sky, Amy Crook.


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα και είχαν ένα γιο, που τον λέγανε Γιαννάκη. Ήταν πολύ καλό αγοράκι, πολύ έξυπνο και αγαπούσε τα γράμματα.

Ο πατέρας του Γιαννάκη έβγαινε συχνά-πυκνά να κυνηγήσει και μερικές φορές έμενε μέρες και νύχτες στο βουνό για να πιάσει ζώα. Κάθε μέρα, το πρωί το παιδί πήγαινε σχολείο και η μητέρα του ασχολιόταν με το νοικοκυριό. Δούλευε και στα χωράφια και στο περιβόλι τους, και μια μέρα τα έφερε έτσι η τύχη και ερωτεύτηκε έναν άντρα.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Άτιτλο (Η κόρη βοηθός)


Laura Pelick Siadak, Sun and Moon Love.




Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς που ήτανε κασίδης*. Το 'χε μεγάλο καημό που ήτανε κασίδης και γύρευε να βρει τρόπο να του φυτρώσουνε πάλι μαλλιά. Του είπανε λοιπόν πως θα του φυτρώσουνε μαλλιά μόνο αν σφάξει ένα παιδί, μα βασιλόπουλο, και βάλει το αίμα του απάνω στο κεφάλι του, μα και το παιδί να το 'χει πιο μπρος ταΐσει με πολλά γλυκά για να γλυκάνει το αίμα του.
Σε μίαν άλλη χώρα, ζούσε ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα του κι είχανε κι ένα παιδί, τον Φιορεντίνη, όπου το προσέχανε σαν τα μάτια τους, γιατί μια μάγισσα τους είπε πως θα το χάσουνε όταν γίνει εφτά χρονών.
Μα όταν έγινε εφτά χρονών, το παιδί άκουσε πως ήρθε στην πόλη τους ένα πολλά ωραίο καράβι όπου χε μέσα του κόσμου τα παιχνίδια και τις ομορφιές και πήγαινε όλος ο κόσμος και το θαύμαζε.