Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Έρως και Ψυχή


Cupid and Psyche, Christy Norris.


Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς. Η γυναίκα του είχε κάνει τρεις κόρες, ζηλευτές για την ομορφιά τους. Όσο μεγάλες κι αν ήταν οι χάρες των δύο πρώτων, πάντα ένας άνθρωπος θα 'βρίσκε λόγια να τις εξυμνήσει' μα η ομορφιά της μικρότερης ήταν τόσο σπάνια και τόσο εξαίσια, που όλη η ανθρώπινη ευγλωττία δε θα μπορούσε να βρει λέξεις να μιλήσει γι' αυτήν.


Με λίγα λόγια, ο λαός της χώρας και άπειροι ξένοι, τραβηγμένοι από τη φήμη αυτού του θαύματος κι από την επιθυμία να δουν αυτό το έξοχο θέαμα, έμεναν βουβοί από το θαυμασμό σαν έβλεπαν τόση τελειότητα αφάνταστη, συγκεντρωμένη σε μίαν απλή θνητή, κι έκαναν μπροστά της προσευχές και υποκλίσεις όπως στην ίδια την Αφροδίτη.


Η φήμη της κυκλοφορούσε σε όλες τις πολιτείες και. τις ξένες χώρες' λέγαν ότι η ίδια η θεά, που γεννήθηκε από τον Ωκεανό και σχηματίστηκε από τον αφρό των κυμάτων του, είχε αφήσει τον Όλυμπο για να επικοινωνήσει με τους θνητούς και να αποδεχτεί τις τιμές τους. Άλλοι πάλι φαντάζονταν ότι με την ενέργεια των άστρων, η γη έκανε κι αυτή μίαν άλλη Αφροδίτη, που διατηρούσε ακόμη το λουλούδι της παρθενίας. Η γνώμη αυτή έφτασε σιγά-σιγά σε όλο τον κόσμο.


Από παντού έφταναν ταξιδιώτες, ακόμη κι από τα πιο απομακρυσμένα μέρη, και θαλασσοπόροι περιφρονούσαν τους κίνδυνους των μεγάλων ταξιδιών για να δουν αυτό το θαύμα, το κόσμημα και τη δόξα του αιώνα. Η Κνίδος και η Πάφος ερημώθηκαν κανείς δεν πήγαινε να προσκυνήσει την Κυθήρεια Αφροδίτη. Οι θυσίες της παρατήθηκαν, τα αγάλματα της δε στεφανώνονταν πια και οι βωμοί της, χωρίς προσφορές, ήταν σκεπασμένοι από κρύα στάχτη. Όλες οι προσευχές απευθύνονταν πια στη βασιλοπούλα· στη μορφή της λατρεύανε την Αφροδίτη κι όταν παρουσιαζόταν την αυγή, κάμνανε θυσίες σ' αυτήν για να την εξευμενίσουν. Μες στους δρόμους ο λαός έσκυβε μπρος της και έραινε το πέρασμα της με λουλούδια.


Η εξαιρετική αυτή λατρεία, οι θεϊκές αυτές τιμές που γίνονταν σε μίαν απλή θνητή, εξόργισαν πολύ τη μητέρα των ερώτων. "Πώς;" είπε τρέμοντας από το θυμό της, "η φύση και τα στοιχεία μου χρωστούν τη γέννηση τους' θα γονιμοποιώ λοιπόν εγώ τα πάντα μέσα στον άπειρο κόσμο, μα θα μοιράζομαι τις τιμές που μου οφείλονται με μίαν απλή θνητή; Και τ' όνομα μου, εξορισμένο στον ουρανό, θα ρεζιλεύεται στη γη; θα ανέχομαι μια γυναίκα, μια ύπαρξη θνητή, να κλέψει τ' όνομα μου, τους βωμούς μου και τις τιμές που ανήκουν σε μένα; Άδικα, λοιπόν, ο βοσκός εκείνος, που ο παντοδύναμος Ζεύς επιβράβευσε τη σωστή κρίση και τη φρόνηση του, προτίμησε τα δικά μου δελεαστικά θέλγητρα από εκείνα των άλλων δύο θεαινών; Μα όποια κι αν είναι αυτή η θνητή, δε θα χαρεί για πολύ τις τιμές αυτές και τις δόξες' αυτή η εγκληματική της ομορφιά θα την κάνει να κλάψει".

Αμέσως φωνάζει το γιο της, το φτερωτό εκείνο παιδί, το πονηρό και το τολμηρότατο, που ξεχαλινώνοντας τα πάθη του τρέχει τη νύχτα οπλισμένο με αναμμένα βέλη, σκορπίζει την ταραχή στις οικογένειες και κάνει τόσα κακουργήματα ατιμώρητα. Συνηθισμένη στο κακό η Αφροδίτη, δεν παράλειψε τίποτα απ' όσα θα τον εξαγρίωναν περισσότερο' τον οδήγησε, λοιπόν, στην πόλη που κατοικούσε η Ψυχή (έτσι λεγόταν η ωραία βασιλοπούλα) και του την έδειξε.

Του περιέγραψε με στεναγμούς τη ζήλεια που αισθανόταν γι' αυτήν. "Παιδί μου", συνέχισε, "εκδικήσου τη μητέρα σου, μα να την εκδικηθείς αλύπητα' σε εξορκίζω στη μητρική μου στοργή, στα γλυκά χτυπήματα των βελών σου και στις φλογερές ορμές που ανάβεις σ' όλες τις καρδιές. Προσπάθησε προπάντων - είναι η μεγαλύτερη μου επιθυμία - ν' ανάψεις στην αντίπαλο μου τον πιο δυνατό έρωτα για τον ασχημότερο των ανθρώπων. Αυτός που θ' αγαπήσει, να 'ναι από ταπεινή καταγωγή, θεόφτωχος, πάντα άρρωστος και κακομοίρης, όσο κανένας άλλος σ όλο τον κόσμο".

Έτσι μίλησε η Αφροδίτη, και φιλώντας τρυφερά το γιο της, πήγε στη γειτονική παραλία, ακούμπησε τα λεπτά της πόδια στα κύματα κι έπειτα κάθησε. Αμέσως η θαλάσσια συνοδεία της την περιτριγύρισε.' οι Νηρηίδες παρουσιάζονται κι αρχίζουν τα τραγούδια εν χορώ. Εκεί είναι ο Πορτούνος με τη μακριά γαλάζια γενειάδα, η Σαλάσια που το φόρεμα της είναι γεμάτο ψάρια, και ο νεαρός Παλέμων, σκαρφαλωμένος πάνω σ' ένα δελφίνι. Οι Τρίτωνες κολυμπούν κοπάδια γύρω στη θεά' ο ένας φυσά γλυκά το κοχύλι" ο άλλος απλώνει ένα λεπτό πανί μεταξωτό ενάντια στο κάψιμο του ήλιου' τούτος εδώ κρατά έναν καθρέφτη μπροστά στη θεά και πολλοί, ζεμένοι δυο-δυο στο άρμα της, το σέρνουν πάνω στα κύματα. Μ' αυτήν την πομπή προχώρησε η Αφροδίτη προς τον Ωκεανό.

Στο μεταξύ, η Ψυχή, αν και προικισμένη με μια τόσο θαυμάσια ομορφιά, δεν είχε καμία ωφέλεια από το προτέρημα αυτό. Καθένας την παρατηρούσε, καθένας την εξυμνούσε με επαίνους' μα κανένας βασιλιάς, κανένα βασιλόπουλο, κανένας, ούτε από από τους υπηκόους της ακόμα, δεν παρουσιαζόταν να τη ζητήσει σε γάμο. Όλοι θαυμάζανε τη θεία εκείνη ομορφιά, μα τη θαυμάζανε μόνο σαν ωραίο άγαλμα.

Από πολύν καιρό, τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της, που τα συνηθισμένα θέλγητρα τους δεν είχαν ξεσηκώσει σάλο μέσα στον κόσμο, τις γύρεψαν γυναίκες δύο βασιλιάδες και τις παντρεύτηκαν, ενώ η καημένη η Ψυχή, χωρίς εραστές, λυπημένη, μαραζωμένη, έκλαιγε τη μοναξιά της κι έμενε δίχως άντρα στο πατρικό σπίτι, μισώντας την καταραμένη ομορφιά της που όλος ο κόσμος θαύμαζε.

Ο δυστυχισμένος ο πατέρας της, υποπτευόμενος το φθόνο και την οργή των θεών, πηγαίνει μια και δύο να συμβουλευθεί, στη Μίλητο, το αρχαίο μαντείο του Απόλλωνα' πρόσφερε θυσία και παρακάλεσε το θεό να στείλει ένα σύζυγο στην Ψυχή. Ο θεός έδωσε τον εξής χρησμό:


"Η Ψυχή θα εγκαταλειφθεί μόνη πάνω σ' ένα βράχο, στολισμένη με τα νυφικά ενός καταραμένου γάμου. Μην περιμένεις να βρει σύζυγο θνητό' θα πάρει ένα τέρας τρομερό, αυταρχικό, απάνθρωπο! αυτό, που πετώντας στον αέρα, κάνει στους ανθρώπους με σίδερο και φωτιά έναν αδιάκοπο πόλεμο. Τα δυνατά του χτυπήματα τρομάζουν και τον πατέρα των θεών, τον ίδιο το Δία, τραντάζουν τη θάλασσα, τον Άδη, τους Ουρανούς".

Μετά από την τρομερή αυτή προφητεία, ο βασιλιάς ο άλλοτε ευτυχισμένος γυρίζει σιγά-σιγά στη χώρα του με την καρδιά σκοτωμένη από τη λύπη, για να ανακοινώσει στη βασίλισσα τη μαύρη μοίρα της δυστυχισμένης κόρης τους. Για πολλές μέρες όλο το παλάτι αχολογούσε από θρήνους' ο καιρός έφτανε που επρόκειτο να υπακούσουν στη διαταγή της σκληρής μοίρας.

Γίνονται οι προετοιμασίες του γάμου της δυστυχισμένης βασιλοπούλας' ανάβουν οι λαμπάδες του υμεναίου, που πρόκειται να φωτίσουν για την κηδεία της' οι φλογέρες, οι προορισμένες για ελαφρά και εύθυμα τραγούδια, βγάζουν μόνο θλιβερούς ήχους και η νεαρή νύφη σκουπίζει με το πέπλο τα δάκρυα της. Όλη η πολιτεία είναι μαζεμένη για να κλάψει τις συμφορές του παλατιού, και διατάχτηκε αμέσως γενικό πένθος.

Έτσι η ανάγκη της υποταγής στις θείες βουλές επέβαλε να οδηγηθεί η Ψυχή στο μαρτύριο της. Τέλος, αφού παρά τη γενική θλίψη όλα ήταν έτοιμα για τον άτυχο αυτό γάμο, η συνοδεία ξεκίνησε" η πόλη με δάκρυα ακολουθούσε τη νεκρική πομπή μιας ζωντανής, και φαινόταν πως πηγαίνει σε κηδεία παρά στο γάμο της όμορφης βασιλοπούλας. Κι επειδή ο πατέρας της και η μητέρα της, που η μεγάλη αυτή συμφορά τους είχε απελπίσει, δεν μπορούσαν ν' αποφασίσουν να εκτελέσουν μια τέτοια βάρβαρη διαταγή, τους λέει εκείνη για να τους ενθαρρύνει: "Γιατί να λιώνετε έτσι τα γηρατειά σας σε ανώφελες λύπες; Γιατί με ασταμάτητους κι άχρηστους θρήνους λιγοστεύετε τη ζωή σας, που μου είναι πιο αγαπητή κι από τη δική μου; Τι σας χρησιμεύει να τραβάτε τα μαλλιά σας, να χτυπιέστε στο πρόσωπο και στο στήθος; Αλίμονο! να το καλό που σας έφερε η ομορφιά μου· αυτό το χτύπημα σας τσακίζει' μαθαίνετε, μα πολύ αργά, τα θανατερά χτυπήματα του φθόνου. Αχ! τι λογής θεία δώρα μου 'δίνε ο θεός όταν με ονόμαζαν νέα Αφροδίτη! Τότε έπρεπε να λυπηθείτε και να με κλαίτε σαν άνθρωπο προορισμένο στην καταστροφή. Γιατί καταλαβαίνω, το βλέπω τώρα, ότι το όνομα αυτό της Αφροδίτης είναι η μόνη αιτία του χαμού μου. Πηγαίνετε με, λοιπόν, στον καταραμένο βράχο, εκεί όπου η μοίρα μου διατάζει να με εγκαταλείψετε! ανυπομονώ να υποστώ τον ευτυχισμένο μου γάμο, ανυπομονώ να ιδώ τον ένδοξο σύζυγο, που γι' αυτόν με έχουν προορίσει. Γιατί ν' αργούμε; Γιατί ν' αποφεύγω εκείνον που με γυρεύει, εκείνον που ζει μόνον για την καταστροφή του σύμπαντος;"

Η νέα, μετά από τα λόγια αυτά σωπαίνει, και με σταθερό βήμα προχωρεί, ενώ την ακολουθεί ο λαός σε πομπή. Φτάνουν στον υποδειγμένο βράχο, πάνω στην απόκρημνη κορυφή του βουνού, και αφήνουν τη βασιλοπούλα· οι συνοδοί της βάζουν κάτω κοντά της τις νυφικές λαμπάδες, που τα δάκρυα τους τις είχαν σβήσει, κι αφού τελείωσε η τελετή, όλοι με το κεφάλι σκυμμένο, γυρίζουν στα σπίτια τους. Οι γονείς της, σκοτωμένοι από την τρομερή συμφορά, κρύβονται στα σκοτεινά παλάτια τους και δε βγήκαν καθόλου.

Η Ψυχή έτρεμε από το φόβο κι έκλαιγε στην άκρη του βράχου της, όταν έξαφνα η γλυκεία και χαϊδευτική πνοή του Ζέφυρου, ανεμίζοντας το φουστάνι της και φουσκώνοντας το σιγά-σιγά, τη σηκώνει ελαφρά, τη μεταφέρει στη ρίζα του βουνού και την ακουμπά μαλακά στην ανθισμένη χλόη μιας χαρωπής κοιλάδας.

Στο μεταξύ η Ψυχή γύριζε μέρα-νύχτα για να βρει τον άντρα της. Περιπλανιόταν από χώρα σε ώρα κι η αντοχή της μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, επειδή έλπιζε ότι αν τα χάδια της δεν κατόρθωναν να ησυχάζουν το θυμό του, τουλάχιστον θα τη δεχόταν για σκλάβα του. Έξαφνα είδε ένα βωμό στην κορφή του βουνού. «Ίσως», σκέφτηκε, «ο θεός μου κι Αφέντης μου να μένει σ αυτόν το βωμό». Αμέσως στρέφει εκεί τα βήματα της· παρ' όλη την κούραση της ανεβαίνει γοργά, δυναμωμένη από την αγάπη και την ελπίδα' κι όταν έφτασε στην κορυφή, μπαίνει μέσα στο βωμό κι εκεί βλέπει σωρευμένα στάχυα κριθαριού κι άλλα χόρτα πλεγμένα σε στεφάνια' υπήρχαν επίσης δεμάτια βρώμης, δρεπάνια κι όλα τα σύνεργα του θερισμού πεταμένα εδώ κι εκεί, όπως τα ρίχνουν οι θεριστάδες σαν πηγαίνουν να ξεκουραστούν. Η Ψυχή άρχισε να ξεχωρίζει το καθετί και να ταχτοποιεί, πεισμένη ότι δεν πρέπει να παραμελεί κανείς ούτε τους βωμούς ούτε τη λατρεία κανενός θεού και προσπαθώντας ν' αποκτήσει την εύνοια και τη συμπάθεια τους.

Ενώ καταγινόταν με ζήλο σ' αυτή τη δουλειά, τη βλέπει η καλή Δήμητρα και της φωνάζει από μακριά: «Δυστυχισμένη Ψυχή, η Αφροδίτη, παράφορη από θυμό, σε γυρεύει παντού. Αποφάσισε να βάλει όλα τα δυνατά της για να σ' εκδικηθεί και να σε παραδώσει στα πιο φριχτά μαρτύρια' αν όμως δε λογαριάζεις τη ζωή σου και θέλεις να ξεχνιέσαι, μπορείς να περιποιείσαι εδώ πέρα το βωμό μου».

Τότε η Ψυχή τρέχει και πέφτει στα πόδια της θεάς, τα βρέχει με τα δάκρυα της, και σκουπίζοντας τη γη με τα μαλλιά της γυρεύει βοήθεια με τα συγκινητικότερα παρακάλια: «Αχ! σ' εξορκίζω», είπε, «στο χέρι αυτό που σκορπίζει την αφθονία στις εύθυμες γιορτές των θεριστών, στα ιερά σου μυστήρια, στην ευφορία της Σικελίας, στα άρμα σου που το τραβούν φτερωτοί δράκοντες, σε κείνο όπου άρπαξαν την Περσεφόνη, στη γη που άνοιξε για να την κρύψει, στα σκοτάδια που παραστάθηκαν στο γάμο της, στη διαδοχική ζωή της πότε στη γη πότε στον Άδη' σε εξορκίζω σε όλα όσα με θρησκευτική μυστικότητα κρύβει η Ελευσίνα, σύντρεξε την άμοιρη Ψυχή, άφησε με να κρυφτώ για λίγες μέρες πίσω από αυτά τα στάχυα, ώσπου να ξεθυμάνει η παντοδύναμη Αφροδίτη· η λίγη αυτή ξεκούραση θα με δυναμώσει κάπως στην τόση μου εξάντληση».

Τα δάκρυα και τα παρακάλια σου με συγκινούν», της λέει η Δήμητρα, «κι ήθελα να σε βοηθήσω, μα συνδέομαι με την Αφροδίτη με δεσμούς αίματος και φιλίας και δε θέλω να τη δυσαρεστήσω, άλλωστε είναι μια εξαίρετη γυναίκα. Έβγα, λοιπόν, γρήγορα από το βωμό μου κι έχε χάρη που σ' αφήνω ελεύθερη».

Διωγμένη παρά τις ελπίδες της, η Ψυχή γύριζε φοβερά θλιμμένη, όταν έξαφνα βλέπει στα πόδια του βουνού μέσα σ' ένα πυκνό δάσος ένα θαυμάσιο βωμό. Μη θέλοντας να παραμελήσει κανένα μέσο, έστω και αβέβαιο, για να γλιτώσει από τα βάσανα, κι αποφασισμένη να ικετέψει όλους τους θεούς, πλησιάζει κι αυτό το βωμό. Της κίνησαν το θαυμασμό τα πλούσια δώρα: φορέματα χρυσοκέντητα κρεμασμένα στα κλαδιά των δέντρων και στην πόρτα του βωμού, όπου διάβαζε κανείς το όνομα της θεάς και τα θαύματα της. Η Ψυχή σκουπίζει τα δάκρυα της, λυγίζει τα γόνατα και με τα χέρια της, αγκαλιάζοντας το βωμό που κάπνιζε ακόμα, έκαμε την εξής προσευχή:

"Γυναίκα και, αδερφή του μεγάλου Δία, συ που κατοικείς στους αρχαίους ναούς της Σάμου, που περηφανεύεται γιατί γεννήθηκες και μεγάλωσες εκεί' ή στην ένδοξη Καρχηδόνα που σε λατρεύει με τη μορφή μιας παρθένας που πετά στον ουρανό πάνω σ' ένα λιοντάρι' ή στις όχθες του Ινάχου, όπου σε δοξάζει το ξακουσμένο Άργος και σε ονομάζει γυναίκα του Διός και βασίλισσα των θεών. Εσένα που σε τιμούν, όλη η Ανατολή με το όνομα Ζυγία, όλη η Δύση με το όνομα Λυκίνη. Ήρα προστάτιδα, μη μ αφήσεις σ' αυτή τη δυστυχία και το κατάντημα κι απομάκρυνε τους κινδύνους που με απειλούν, εσύ που ξέρω πως στον κίνδυνο μ' ευχαρίστηση συντρέχεις τις έγκυες γυναίκες".

Στην ταπεινή αυτή επίκληση η Ήρα δείχνεται με όλη της τη μεγαλοπρέπεια που φανερώνει τη δύναμη της, και λέγει: "Πολύ θα επιθυμούσα, Ψυχή, να εισακούσω την προσευχή σου' μα η ευπρέπεια δε μου επιτρέπει να σε προστατέψω από τους σκοπούς της Αφροδίτης, της νύφης μου, που την αγαπώ πάντα σαν κόρη μου, και εξάλλου ο νόμος που απαγορεύει να δίνει κανείς άσυλο στους σκλάβους φυγάδες ενάντια στη θέληση των κυρίων τους, μ' εμποδίζει να σε πάρω στην προστασία μου".

Συντριμμένη από το τελευταίο αυτό χτύπημα η Ψυχή, απελπισμένη πια πως θα γλιτώσει από τη σκληρή της μοίρα και πως θα μπορέσει να ξαναβρεί τον άντρα της, είπε μέσα της: "Τι γιατρικό να βρω πια στη δυστυχία, αφού κι οι θεές αυτές, αν το επιθυμούν, δεν μπορούν να με βοηθήσουν; Τριγυρισμένη από χίλιους κινδύνους που να πάω; Ποιοι τοίχοι, ποια σκεπάσματα μπορούν να με κρύψουν από τ' αλάθητα μάτια της Αφροδίτης; Δυστυχισμένη Ψυχή, οπλίσου με θάρρος όσο μπορείς' πέταξε την τρελή ελπίδα πως μπορείς να κρύβεσαι' τρέξε, παραδώσου στη θεά και προσπάθησε να την εξιλεώσεις με την υποταγή σου, έστω κι αν άργησες να το κάνεις. Ποιος ξέρει; τον οίκτο που γυρεύεις από άλλους μπορεί να τον βρεις στην πεθερά σου".

Έτσι, αμφίβολη για την επιτυχία της υποταγής της, ήταν έτοιμη και για το θάνατο ακόμη, και μελετούσε τώρα πως θ' αντικρύσει την Αφροδίτη και πως θα προσπαθήσει να την μαλακώσει.


Η θεά, κουρασμένη να αναζητά την Ψυχή στη γη, σκεφτόταν ν ανεβεί στον ουρανό. Διατάζει να ετοιμάσουν το άρμα που της έδωσε ο Ήφαιστος πριν τον παντρευτεί. Το σοφό χέρι του θεού εκείνου το είχε δουλέψει καλλιτεχνικά' λαμποκοπούσε από το χρυσάφι κι η αξία του ήταν αλογάριαστη. Τέσσερα άσπρα περιστέρια με ευλύγιστο λαιμό, που είχαν διάφορους χρωματισμούς, διαλεγμένα μέσα απ' όλα όσα βρίσκονταν στην επικράτεια της θεάς, πέρασαν τα όμορφα κεφάλια τους σ' ένα ζυγό διαμαντοκόλλητο και χαρούμενα σκίσανε τον αιθέρα με το αστραφτερό άρμα που σήκωνε την κυρά τους. Πολλά σπουργίτια φλύαρα φτερούγισαν πίσω της και χίλιοι μικροί φτερωτοί τραγουδιστάδες αναγγέλανε τον ερχομό της με τα μελωδικά τραγούδια τους, χωρίς να φοβηθούν το νύχι του αετού ούτε των άλλων αρπαχτικών. Τα σύννεφα παραμέρισαν, ο ουρανός άνοιξε και ο Όλυμπος με περηφάνεια υποδέχτηκε τη θεά.


Εκείνη βάδισε προς το παλάτι του Δία και ζήτησε επίμονα την άδεια να χρησιμοποιήσει τον αγγελιοφόρο, το θεό Ερμή. Ο Δίας με νεύμα της έδωσε την άδεια" η Αφροδίτη θριάμβεψε' άφησε τα αιθέρια βασίλεια ακολουθούμενη από το φτερωτό θεό, και βιαστικά του λέει: «Ξέρεις, αδερφούλη μου, ότι ποτέ δεν έκανα τίποτα χωρίς εσένα' πρέπει να σου πω ότι από πολύν καιρό γυρεύω μία από τις δούλες μου, χωρίς να μπορέσω ν' ανακαλύψω το καταφύγιο της. Δε μου μένει άλλη λύση για να το κατορθώσω, παρά να διαλαλήσω με τη φωνή σου ότι θ' ανταμείψω εκείνον που θα μου δώσει κάποιαν είδηση' χωρίς αργοπορία εκτέλεσε την επιθυμία μου και περίγραψε την με τέτοιο τρόπο, ώστε ν' αναγνωρίζεται εύκολα, κι αν τυχόν κανένας την έχει κρύψει δήθεν από άγνοια, να μην μπορεί ύστερα να δικαιολογηθεί». Και δίνοντας στον Ερμή ένα χαρτί όπου ήταν σημειωμένο το όνομα της Ψυχής κι όλα τα χαρακτηριστικά της, γοργά-γοργά τραβήχτηκε στα παλάτι της.


Ο Ερμής υπάκουσε πρόθυμα και διατρέχοντας όλες τις πολιτείες διαλαλούσε: «Αν κανένας μπορεί να φέρει ή να ανακαλύψει την Ψυχή, τη φυγάδα σκλάβα της Αφροδίτης και κόρη του βασιλιά, να παρουσιαστεί μπρος στον Ερμή τον κήρυκα, στο ιερό της Μυρτιάς Αφροδίτης στη Ρώμη' οχτώ γλυκά φιλιά από την τρυφερή Αφροδίτη, κι ένα άλλο ακόμη, δοσμένο με αφάνταστη ηδονή και γλύκα, με την άκρη της γλώσσας, θα είναι η αμοιβή του».

Με την υπόσχεση του Ερμή, η σφοδρή επιθυμία για μια τέτοια εύνοια άναψε όλες τις καρδιές των θνητών κι αυτό το περιστατικό έκανε τελειωτικά την Ψυχή ν' αποφασίσει να παραδοθεί μόνη της. Πλησίασε στο παλάτι της θεάς, και μια από τις ακόλουθες, η Έξη, έρχεται καταπάνω της και της φωνάζει με δυνατή φωνή: «Επιτέλους, άπιστη σκλάβα, δείχνεις πως άρχισες να καταλαβαίνεις ότι έχεις μια κυρία' χωρίς άλλο κατά τη συνήθεια σου, θα 'χεις την αναίδεια να δείχνεις πως δεν ξέρεις τι τραβήξαμε να σε γυρεύουμε' μα ευτυχώς, δε θα μπορούσες να πέσεις σε καλύτερα χέρια' θα γίνουμε για σένα οι συνεργάτες του Ερέβους, και θα σου δώκουμε την τιμωρία που σου αξίζει». Και πιάνοντας την από τα μαλλιά, την τραβά αλύπητα, αν κι η καημένη δεν έδειχνε καμιάν αντίσταση.


Η Έξη τη φέρνει στα πόδια της Αφροδίτης, που άμα την είδε, ξέσπασε σε κοροϊδευτικά δυνατά γέλια, σημάδι μεγάλου θυμού, και φώναξε κουνώντας το κεφάλι και ξύνοντας τ αυτί: «Καταδέχεσαι, τέλος πάντων, να χαιρετήσεις την πεθερά σου; Ή μήπως έρχεσαι να δεις τον αντρούλη σου, που η πληγή που του έκανες τον έφερε σε κίνδυνο; Μα μένε ήσυχη' θα σε υποδεχτώ σαν πεθερά. Που είναι οι ακόλουθες μου, η Ανησυχία και η Λύπη;»


Παρουσιάζονται αμέσως και η Αφροδίτη τους παραδίνει το θύμα της να το βασανίσουν. Υπακούοντας στην προσταγή της κυράς τους, χτυπούν με βέργες την καημένη την Ψυχή, την τυραννούν με χίλιους τρόπους και τη φέρνουν πάλι μπρος στη θεά, που με νέα γέλια ξανάρχισε:


«Μπας και νομίζει ότι επειδή είναι γκαστρωμένη θα τη συμπονέσω κι ότι θα τη λυπηθώ για χατίρι του λαμπρού βλασταριού, που είμαι υποχρεωμένη να γίνω γιαγιά του; Στ' αλήθεια, τι σπουδαία ευτυχία να γίνω γιαγιά στον ανθό της ηλικίας μου, και ν' ακούω να λένε το παιδί μιας χαμένης σκλάβας, εγγόνι μου! Εμένα, της Αφροδίτης! Μα δεν είμαι τόσο τρελή να το ανεχτώ αυτό' δεν μπορώ να τα θεωρώ εγγόνι μου, είναι ρεζιλίκι για μένα. Κι άλλωστε ένας γάμος που έγινε στην εξοχή χωρίς μάρτυρα, χωρίς την έγκριση του πατέρα, μπορεί να είναι νόμιμος; Το παιδί αυτό θα είναι μπάσταρδο, αν επιτρέψω στη μάνα του να το μεγαλώσει".


Στα λόγια αυτά χύνεται καταπάνω της, της σκίζει το φουστάνι, της ξεριζώνει τα μαλλιά, της ξεγδέρνει το ωραίο πρόσωπο και την κακομεταχειρίζεται τρομερά. Και παίρνοντας σιτάρι, βρώμη, φακές, καναβούρι, μπιζέλια, τ' ανακατεύει όλα καλά-καλά, κάνει ένα σωρό και της λέει: "Μου φαίνεσαι ένα τόσο σιχαμένο δουλικό, και δε θα κατορθώσεις ποτέ να γίνεις συμπαθής, παρά μόνο αν δείξεις έκτακτη ικανότητα στη δουλειά, θέλω λοιπόν να δοκιμάσω την αξιοσύνη σου χωρίς αργοπορία. Λοιπόν, θα μου ξεχωρίσεις αυτά τ' ανακατωμένα όσπρια και ως το βράδυ θα τα 'χεις έτοιμα". Της είπε αυτά και βγήκε για να πάει σ' ένα γάμο.

Η Ψυχή μήτε που άπλωνε το χέρι στον ανακατωμένο εκείνο σωρό, και συντριμμένη από μια τόσο σκληρή διαταγή, σιωπούσε ακίνητη. Τότε ένα μικρό μυρμήγκι, συγκινημένο που έβλεπε τη γυναίκα ενός τόσο μεγάλου θεού καταδικασμένη σε μια δουλειά τόσο δύσκολη και αηδιασμένο με τη σκληρότητα της πεθεράς της, τρέχει γρήγορα να καλέσει όλα τα μυρμήγκια της επαρχίας! "Προκομμένα παιδιά της γης", τους είπε, "συγκινηθείτε από τους κινδύνους της γυναίκας του Έρωτα' τρέξτε να βοηθήσετε το ομορφότερο κορίτσι".

Σαν κύματα που σωριάζονται, ορμούν όλα μαζί και δουλεύουν με τρομερή γρηγοράδα ξεχωρίζοντας τους σπόρους' σχηματίζουν νέους σωρούς από κάθε είδος, τα τελειώνουν όλα κι εξαφανίζονται.

Μόλις νύχτωσε, η Αφροδίτη, μεθυσμένη από νέκταρ, γεμισμένη από μυρωδιές και στολισμένη τριαντάφυλλα γυρίζει από το γάμο' άμα είδε κείνο το θαύμα, είπε: "Διαβολοθήλυκο, ξέρω πως δεν τα κατάφερες μόνη σου' είναι δουλειά του παλιόπαιδου εκείνου που τον ξετρέλανες, για μεγάλη σου δυστυχία και για δική του". Της έριξε ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και πήγε να πλαγιάσει.

Στο μεταξύ ο Έρωτας ήταν απομονωμένος αυστηρά μέσα σ' ένα εσωτερικό δωμάτιο του παλατιού, κι από φόβο μην ερεθιστεί η πληγή του από ερωτικές περιπτύξεις, δεν πήγαινε ν' ανταμώσει την Ψυχή. Οι δύο ερωτευμένοι, φυλακισμένοι χωριστά κάτω από την ίδια στέγη, πέρασαν μίαν ατέλειωτη μελαγχολική νύχτα' μα την αυγή, η Αφροδίτη φωνάζει την Ψυχή κοντά της και με αυστηρό τόνο της λέγει: "Βλέπεις αυτά τα δασάκια στις όχθες εκείνου του ποταμού και την πηγή που βγαίνει από τη ρίζα εκείνου του βράχου; κει κάτου πηδούν χωρίς βοσκούς κάτι πρόβατα που το μαλλί τους έχει το χρώμα και τη λάμψη του χρυσαφιού' θέλω χωρίς άλλο να μου φέρεις το χρυσό τους μαλλί, να μη λείψει ούτε μια τριχούλα".

Μάλλον για να πέσει στο ποτάμι και να γλιτώσει από τα βάσανα, παρά για να υπακούσει τη διαταγή της θεάς, η Ψυχή πήγαινε με τη θέληση της, όταν ένα καλάμι, που το τάρασσε το γλυκό φύσημα του Ζέφυρου, ψιθυρίζει ελαφρά κι ευχάριστα στη μέση των κυματισμών και φτάνουν στ' αυτιά της Ψυχής τα παρακάτω λόγια! "Όποιες κι αν είναι, Ψυχή, οι συμφορές που σε καταβάλλουν, μη μολύνεις μ' ένα τραγικό θάνατο την καθαρότητα των ιερών νερών μου' πρόσεχε προπάντων μην πλησιάσεις τα τρομερά αυτά αρνιά, όταν ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του" την ώρα κείνη είναι φρενιαμένα και τα μυτερά κερατά τους, το κούτελο τους, πραγματική πέτρα, τα φαρμακερά τους δόντια που το άγγιγμα τους είναι θανατερό, όλα αυτά είναι φοβερά επικίνδυνα. Μπορείς όμως να κρυφτείς εύκολα κάτω από αυτό το μεγάλο δέντρο που το ποτίζει ο ποταμός, όπως κι εμένα, ώσπου να μετριασθεί η μεγάλη ζέστη της ημέρας, και τα ζώα αυτά, λιγότερο ερεθισμένα, να 'ρθούν για ν' αναπαυθούν στη δροσιά. Τότε μόνο θα μπεις στο γειτονικό δασάκι, όπου θα βρεις άφθονο εδώ κι εκεί από το πολύτιμο αυτό μαλλί, που αφήνουν τα πρόβατα πάνω στους θάμνους".

Έτσι, η αγαθή συμπόνοια του καλαμιού εκείνου έσωσε την καημένη την Ψυχή. Έπαψε λοιπόν κάθε απόπειρα και χάρηκε γι' αυτήν τη συμβουλή, που βάλθηκε να την ακολουθήσει πιστά. Έτσι μπόρεσε με ευκολία και χωρίς κίνδυνο να μαζέψει αρκετό από το μαλλί εκείνο και το πήγε στην Αφροδίτη. Και όμως, ο κίνδυνος που πέρασε η Ψυχή στη δεύτερη αυτή διαταγή δε μαλάκωσε τη θεά, και σουφρώνοντας τα φρύδια με πικρό χαμόγελο της λέει: "Ξέρω καλά τον άπιστο που σε βοήθησε και πέτυχες, μα θέλω να δοκιμάσω ακόμη καλύτερα το μεγάλο θάρρος σου και τη σπάνια εξυπνάδα σου. Βλέπεις αυτόν τον απότομο βράχο στην κορυφή εκείνου του βουνού; Εκεί είναι οι πηγές ποταμών υπογείων από κει τρέχουν τα μαύρα εκείνα νερά, που ορμώντας μ' έναν τρομερό κρότο στη γειτονική κοιλάδα, ποτίζουν τα έλη της Στυγός και μεγαλώνουν τον αδύνατο Κωκυτό. Πήγαινε γρήγορα να πάρεις νερό από την ίδια την πηγή και να μου το φέρεις μέσα σ αυτήν τη στάμνα". Συνάμα της δίνει ένα κρυσταλλένιο δοχείο καλοδουλεμένο και την απειλεί με τα φριχτότερα μαρτύρια αν τύχει και δε φέρει νερό.
Η Ψυχή, ταχύνοντας το βήμα πέρασε την κορυφή του βουνού, με την ελπίδα να φτάσει στο τέλος της αξιοθρήνητης ζωής της. Άμα έφτασε στο οροπέδιο, κατάλαβε αμέσως ότι ήταν αδύνατο να εκτελέσει τη διαταγή της θεάς. Ένας βράχος πελώριος, απρόσιτος απ' όλες τις μεριές και γλιστερός ξερνούσε τρομερά νερά που βυθίζονταν αμέσως, έπειτα ξανάβγαιναν στην πλαγιά του βουνού, χώνονταν πάλι σε ένα υπόγειο χαντάκι και χύνονταν στην κοντινή πεδιάδα Από κάθε μέρος της πηγής ήσαν δύο σπηλιές, απ' όπου ξεπρόβαλλαν δύο τρομερά φίδια, που ποτέ δεν τα παίρνει ο ύπνος παρά ξαγρυπνούν παντοτινά φυλάγοντας την πηγή' και το χειρότερο, τα ίδια τα νερά στην ταραχή τους μέσα μουρμουρίζουν από καιρό σε καιρό αυτές τις λέξεις: "Τι κάνεις; τραβήξου, φεύγα γιατί χάθηκες".

Τόσες αξεπέραστες δυσκολίες σαν να απολίθωσαν την Ψυχή· ζούσε, μα ήταν σαν αναίσθητη" κατατσακισμένη από τόσα εμπόδια, δεν είχε ούτε τη θλιβερή παρηγοριά να κλάψει.

Μα τότε η θεία Πρόνοια έριξε τη ματιά της σ' αυτό το αθώο πλάσμα. Ο αετός, το βασιλικό πουλί του κυρίαρχου των θεών, θυμήθηκε την εκδούλευση που είχε κάποτε προσφέρει ο Έρωτας στον Δία, τότε στην αρπαγή του Γανυμήδη, που τον έκανε οινοχόο του, και θέλοντας ν' ανταποδώσει το καλό στο νεαρό θεό έτρεξε στη δυστυχισμένη του γυναίκα, άπλωσε τα φτερά του κι αφήνοντας τον ουρανό ήρθε και πετάριζε γύρω στην Ψυχή, και της λέγει: "Τι απλοϊκή που είσαι και τι λίγη πείρα που έχεις, αν νομίζεις πως μπορείς να πάρεις και μια σταγόνα νερό από αυτήν την πηγή· μη σου περάσει καν από το μυαλό ότι μπορείς ν' αγγίξεις τα νερά της. Δεν άκουσες ποτέ σου πόσο τρομερά είναι τα νερά της Στυγός, που σ' αυτήν ο ίδιος ο Δίας κι όλοι οι θεοί ορκίζονται; Δώσε μου εμένα αυτό το λαγήνι".

Ο αετός με τα λόγια αυτά το παίρνει από τα χέρια της Ψυχής, πηδά κατά την πηγή και στριφογυρίζοντας εδώ κι εκεί στον αέρα, ανάμεσα απ τα στόματα των φρενιασμένων φιδιών, το γεμίζει από τα νερά εκείνα, αν κι αυτά ακόμη έδειχναν μια δυνατή δυσαρέσκεια, σαν να τον συμβούλευαν να τραβηχτεί γρήγορα πριν την πάθει για το τόλμημα του' μα ο αετός, λέγοντας πως ερχόταν να πάρει νερό για τη θεά τα κατάφερε και έφερε στην Ψυχή τη στάμνα γεμάτη" αυτή πάλι με χαρά έτρεξε να την πάει στην Αφροδίτη.

Και μ' όλα ταύτα, κι η νέα αυτή υπηρεσία δεν ήταν αρκετή για να μαλακώσει το θυμό της εκδικητικής θεάς' και απειλώντας την Ψυχή να την υποβάλλει σε νέες και φοβερότερες ακόμη δοκιμασίες, της λέγει και τα εξής σκληρά λόγια!


"Μου φαίνεται πως είσαι ικανότατη μάγισσα, αφού κατορθώνεις κι εκτελείς τόσο εύκολα τέτοιες διαταγές" πρέπει όμως, μικρούλα μου, να μου κάνεις ακόμη κάτι. Πάρε αυτό το κουτί που σου δίνω, έμπα στον Άδη και προχώρησε ως το παλάτι του Πλούτωνα, δώσ' το στην Περσεφόνη και πες της: "Η Αφροδίτη σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, όσο χρειάζεται μόνο για λίγες ώρες. Γιατί οι μεγάλες φροντίδες που έχει με την αρρώστια του γιου της, μάραναν ολότελα τα φυσικά της θέλγητρα. Να γυρίσεις όμως πολύ γρήγορα' είναι απαραίτητο να μεταχειριστώ τη συνταγή για να κάνω εντύπωση στη συνέλευση των αθανάτων".

Η Ψυχή βλέπει τότε καθαρά ότι είναι πια στα τελευταία της. Καταλαβαίνει ότι τη σπρώχνουν στο θάνατο. Τι άλλο να σκεφτεί αφού την υποχρέωνε να πάει μόνη της να βρει τους νεκρούς; Χωρίς πια άλλους δισταγμούς, τραβάει προς ένα ψηλό πύργο αποφασισμένη να γκρεμιστεί από κει με τη θαρραλέα σκέψη ότι ο δρόμος αυτός είναι ο πιο σύντομος και ο πιο παλικαρίσιος για να κατέβει κανείς στον Άδη. Έξαφνα όμως ακούστηκαν από τον πύργο τα εξής λόγια: "Δυστυχισμένη Ψυχή, γιατί γυρεύεις ν' αυτοκτονήσεις; Γιατί χάνεις το θάρρος σου έτσι απερίσκεπτα στο νέο αυτό κίνδυνο; Άμα χωριστεί η ψυχή από το σώμα σου, μπορείς ασφαλώς να μπεις στον Άδη μα δε θα γυρίσεις ποτέ πίσω. Άκουσε τις συμβουλές μου.


Κοντά στη Λακεδαίμονα, την πρώτη πόλη της Αχαΐας, λίγο πιο πέρα, σε απόκεντρα και κρυφά μέρη είναι το Ταίναρο, πλατύ παράθυρο του Άδη· από κει φαίνεται ένας δρόμος άγνωστος στους ανθρώπους, που σε φέρνει κατευθείαν στο παλάτι του Πλούτωνα' πρόσεχε όμως, όταν μπαίνεις πρέπει να έχεις σε κάθε χέρι σου από μία κριθαρόπιτα με μέλι και δύο οβολούς μέσα στο στο στόμα σου. Όταν θα έχεις περάσει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δρόμου, θα βρεις έναν κουτσό γάιδαρο, φορτωμένο ξύλα κι έναν αγωγιάτη, κουτσό κι αυτόν, θα σε παρακαλέσει να του πιάσεις μερικά μικρά ξυλαράκια που είναι πεσμένα από το γάιδαρο' εσύ να περάσεις χωρίς ν' απαντήσεις. Λίγο πιο πέρα, θα βρεις τον ποταμό των νεκρών, όπου ο Χάροντας, παίρνοντας πρώτα την πληρωμή του, δέχεται τους ταξιδιώτες μέσα στην παλιόβαρκά του, και τους περνά στην αντικρινή όχθη. Φαίνεται πως η φιλαργυρία βασιλεύει και στους νεκρούς ακόμη, αφού κι ο Χάροντας κι ο Πλούτωνας, ο λαμπρός αυτός θεός, δεν κάνουν τίποτα δίχως συμφέρον, κι ο φτωχός, που δε βαστά στο χέρι του οβολό δε μπορεί ούτε να πεθάνει. Δώσε, λοιπόν, στο φιλάργυρο αυτό βαρκάρη τον ένα οβολό, ή, καλύτερα, άσε τον να τον πάρει μέσα από το στόμα σου. Ενώ θα διασχίζεις τα κοιμισμένα αυτά νερά, το φάντασμα ενός γέρου που κολυμπά και σηκώνει τα σκελετωμένα χέρια του θα σε παρακαλέσει να τον βοηθήσεις για ν'ανεβεί μέσα στη βάρκα' πρόσεξε μη γελαστείς.

Άμα περάσεις το ποτάμι, θα προχωρήσεις λίγα βήματα και θα δεις κάτι γριές που υφαίνουν θα σε παρακαλέσουν να τις βοηθήσεις μια στιγμή' μην αγγίξεις το εργόχειρο τους. Η Αφροδίτη θα σου στήσει όλες αυτές τις παγίδες κι άλλες πολλές για να σ' αναγκάσει ν' αφήσεις τη μια πίτα τουλάχιστο. Αυτό όμως θα σου στοιχίσει πολύ' αν χάσεις έστω τη μία πίτα, δε θα ξαναδείς ποτέ σου τον ήλιο. Τέλος, ένας τερατώδης και τρομερός σκύλος με τρία κεφάλια, που ουρλιάζουν τρομακτικά τις καημένες τις ψυχές, αγρυπνά παντοτινά μπρος στο ακατοίκητο παλάτι της Περσεφόνης, θα του ρίξεις λοιπόν μια πίτα, και θα μπεις μέσα ανενόχλητη' θα φτάσεις στη θεά, που θα σε υποδεχτεί με καλό τρόπο και θα σε προτρέψει να καθήσεις στο πλούσιο γεύμα της. Εσύ όμως να καθήσεις καταγής' ζήτησε μαύρο ψωμί σκέτο και φάγε το' έπειτα θα εκθέσεις το σκοπό του ταξιδιού σου και θα πάρεις ό,τι σου δώσει. Γυρίζοντας, θα καθησυχάσεις πάλι τον Κέρβερο, ρίχνοντας του την άλλη πίτα' ο τσιγκούνης ο Χάροντας θα σε περάσει στην άλλη όχθη με τον οβολό' ξαναπάρε πάλι τον ίδιο δρόμο και θα βγεις έξω. Πρόσεχε όμως καλά, μην τύχει και δοκιμάσεις ν' ανοίξεις ούτε να κοιτάξεις τι έχει μέσα το κουτί που θα σου δώσει. Να μη σε κυριέψει η περιέργεια, γιατί χάθηκες".


Χωρίς να χάνει καιρό, η Ψυχή ξεκινάει για το Ταίναρο και εφοδιασμένη με το νόμισμα και τις πίτες, χώνεται μέσα στο υπόγειο βάραθρο. Προσπερνά τον κουτσό αγωγιάτη χωρίς να του δώσει προσοχή. Πληρώνει τα ναύλα της στο Χάροντα, χωρίς να σταματήσει στα παρακάλια του φαντάσματος που κολυμπούσε. Οι ψεύτικες παρακλήσεις των γριών που ύφαιναν δεν την σταμάτησαν" καθησύχασε τη λύσσα του Κέρβερου ρίχνοντας του τη μια πίτα και μπαίνει, τέλος, στο παλάτι της Περσεφόνης. Αρνήθηκε να καθήσει αναπαυτικά και να φάγει από τα διαλεχτά φαγητά' ζάρωσε με ταπεινότητα στα πόδια της θεάς, έφαγε λίγο μαύρο ψωμί κι έδωσε την παραγγελία της Αφροδίτης.


Αμέσως η Περσεφόνη γεμίζει στα κρυφά και κλείνει το κουτί' η Ψυχή το παίρνει, και με την άλλη πίτα σταματά τα γαυγίσματα του Κέρβερου' με τον άλλον οβολό που δίνει, στο Χάροντα, κατορθώνει και βγαίνει έξω από τον Άδη.

Μα μόλις ξαναείδε το φως, μια τολμηρή κι ακράτητη περιέργεια γεννήθηκε μέσα της. "θα κάνω", σκέφτηκε, "μεγάλη κουταμάρα, αν αποφάσιζα κρατώντας στα χέρια την αθάνατη ομορφιά να μην πάρω ούτε μια στάλα για να αρέσω περισσότερο στον ωραίο μου εραστή".


Σ' αυτά τα λόγια ανοίγει το κουτί. Ωχ, θεέ μου' δε βγαίνει από μέσα ούτε χάρες ούτε την ομορφιά που γύρευε' βγαίνει μόνο ένας ναρκωτικός ατμός, μια αναθυμίαση, που την περικυκλώνει, την αναποδογυρίζει, μουδιάζει όλα τα μέλη της και τη βυθίζει σ' ένα τόσο βαθύ ύπνο που έμοιαζε σαν πεθαμένη.

Ο Έρωτας όμως, που η πληγή του είχε γιατρευτεί εντελώς και δεν μπορούσε πια ν' αντέξει την απουσία της Ψυχής, πέταξε από το στενό παράθυρο του δωματίου που τον φύλαγαν. Και με δυναμωμένα φτερά από την πολλή ακινησία, μ' ένα γρήγορο πέταγμα, φτάνει κοντά της' συμμαζεύει το ναρκωτικό ατμό που την περιτυλίγει και τον κλείνει μέσα στο κουτί. Την ξυπνά ανήσυχος, κεντώντας την ελαφρά μ' ένα βέλος. "Καημένη Ψυχή", της λέγει, "η περιέργεια σου για δεύτερη φορά κόντεψε να σε καταστρέψει. Βιάσου να εκτελέσεις την παραγγελία της μητέρας μου' τα άλλα αφορούν εμένα". Άμα είπε αυτά, ο τρυφερός εραστής πέταξε αμέσως, και η ψυχή πήγε γοργά-γοργά το δώρο της Περσεφόνης στην Αφροδίτη.

Στο μεταξύ ο Έρωτας, που έλιωνε από την αγάπη κι έτρεμε στο άκουσμα μόνο της Σωφροσύνης, που μ' αυτήν η μητέρα του τον είχε φοβερίσει, άρχισε τις συνηθισμένες του πονηριές. Πετά στο ψηλότερο μέρος του ουρανού, ρίχνεται στα πόδια του Δία και του εκθέτει το πρόβλημα του. Τότε ο άρχοντας των θεών τον αγκαλιάζει, του φιλά στοργικά το χέρι και του λέγει: "Παιδί μου και νικητή μου, αν και ποτέ δε μου απέδωκες τις τιμές που δέχομαι από τους άλλους θεούς, αν και πολλές φορές με πλήγωσες, εμένα που διευθύνω τις δυνάμεις και κανονίζω το δρόμο των άστρων αν και ξανανάβοντας αδιάκοπα τον πόθο μου για ανθρώπινες καλλονές, μ' έχεις εξευτελίσει στους ανθρώπους, αναγκάζοντας με να παραβαίνω τους νόμους, και κυρίως τον Ιουλιανό, και με κάνεις να μεταμορφώνω τη σεβαστή μου μορφή σε φίδι, σε φλόγα, σε άγριο ζώο, σε πουλί, παρ όλα αυτά θα υπακούσω μόνο στην καλοσύνη μου' αφού άλλωστε μεγάλωσες και στα χέρια μου, και θα σου κάνω αυτό που μου γυρεύεις, φτάνει μόνο να ξέρεις να φερθείς καλά στους αντιπάλους σου' κι αν γνωρίζεις για καμιά ομορφούλα θνητή, κάνε την να μ' αγαπήσει κι έτσι μου ξεπληρώνεις τη χάρη που σου κάνω".


Σαν είπε αυτά ο Δίας, διατάζει τον Ερμή να καλέσει αμέσως γενική συνέλευση των θεών και να κηρύξει δέκα χιλιάδες λίρες πρόστιμο σε καθέναν που θ' απουσίαζε από τη Συνέλευση. Με τη φοβέρα αυτή το ουράνιο παλάτι γέμισε, και ο μεγαλόπρεπος Δίας πάνω στον υψηλό του θρόνο, αρχίζει: "θεοί γραμμένοι στο βιβλίο των Μουσών, ποιος από σας δε γνωρίζει τον Έρωτα, τον έφηβο αυτό που εγώ ο ίδιος τον ανάθρεψα; θέλω να του βάλω λίγο χαλινάρι στη σφοδρότητα των πρώτων εφηβικών του εκδηλώσεων τα σκάνδαλα, οι ασωτείες του είναι κάθε μέρα το σούσουρο όλου του κόσμου· πρέπει να μη βρίσκει πια ευκαιρίες για τέτοια πράματα. Με το γάμο θα συμμαζευτεί, θα φρονιμέψει. Έχει διαλέξει μια νέα και του 'χει δώσει και την παρθενιά της. Ας την πάρει λοιπόν, κι ας ζήσει ευτυχισμένος με τον πρώτο του αυτόν έρωτα, την Ψυχή".



Έπειτα γυρίζοντας στην Αφροδίτη: "Και συ, κόρη μου, μη λυπάσαι, μη φοβάσαι πως ο γιος σου θα ντροπιάσει την καταγωγή του παίρνοντας μια θνητή· εγώ θα ισιώσω τη διαφορά' ο γάμος αυτός θα είναι νόμιμος". Κι αμέσως διατάζει τον Ερμή να φέρει την Ψυχή στον Όλυμπο' δίνοντας της τότε ένα δοχείο γεμάτο αμβροσία, "πάρε Ψυχή", της είπε, "και γίνου αθάνατη" ποτέ ο Έρωτας δε θα χωριστεί από σένα. Ο Υμέναιος σας ενώνει για πάντα".

Χωρίς αργοπορία, στήνουν το μεγαλόπρεπο τραπέζι για το συμπόσιο του γάμου. Ο Έρωτας, με την Ψυχή στα γόνατα του, πιάσαν το πάνω μέρος του τραπεζιού' έπειτα ερχόταν ο Δίας με την Ήρα' οι άλλες θεότητες ακολουθούσαν κατά την τάξη τους. Ο νεαρός βοσκός Γανυμήδης, ο κεραστής του Δία, κερνούσε το νέκταρ και ο Βάκχος το πρόσφερε άφθονα στους αθανάτους. Ο Ήφαιστος προετοίμαζε τα φαγητά, οι ώρες στολίζανε τη σάλα με λουλούδια, οι Χάριτες σκορπίζανε χίλιες μυρωδιές και οι Μούσες ξέχυναν τις αρμονικές φωνές των. Ο Απόλλωνας τραγουδούσε με τη λύρα του, οι εννιά Αδερφές στήσανε χορό, ένας Σάτυρος έπαιζε τη φλογέρα και ο Παν τον αυλό, ενώ η ωραία Αφροδίτη μ' αυτή τη μουσική χόρευε μαγευτικά. Έτσι ο Έρωτας κι η Ψυχή ενώθηκαν επίσημα και σύντομα, μετά το γάμο τους, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, που τ' ονομάσανε Ηδονή.




Απουλήιος, Ο Χρυσός Γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις, μετάφραση από τα λατινικά από την έκδοση Γραμμάτων Αλεξανδρείας, 1927. Επανέκδοση, Νεφέλη, Αθήνα 1982, σ. 105-110 και σ. 135-151.

































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου