Η Δημιουργία του Κόσμου....Των Παραμυθιών

Το δέντρο-σύμβολο.





"ο λαϊκός άνθρωπος παλαιότερα τη φύση και ιδιαίτερα τον φυτικό κόσμο δεν την αισθανόταν απλώς, αλλά τη βίωνε απόλυτα ταυτισμένος μαζί της σε μια διαρκή μέθεξη, μια μυστική συσχέτιση, η οποία εκδηλώνεται μ'ένα κατοπτρικό πλέγμα προσωπικών βιωμάτων, με έντονο μεταξύ τους δεισιδαιμονικό χαρακτήρα και προϋποθέσεις μαγικής επικοινωνίας. Οι αντιλήψεις αυτές, οι οποίες απηχούν ανθρώπινες σχέσεις, προβάλλονται ταυτισμένες με τον φυτικό κόσμο μέσω μιας αντίστοιχης εθιμολογίας.

Οι ποικίλες δοξασίες, αναλογίες και συνάφειες που σχετίζονται με το φυτικό περιβάλλον διαμορφώθηκαν σε εποχές, που η συμβίωση ανθρώπου-φυτικού κόσμου πραγματωνόταν με συνειρμικούς "κατά προβολή" κανόνες αλληλοσεβασμού. Έτσι, το δέντρο θεωρείται ότι είναι:
α) Το στοιχείο του μικρόκοσμου πέτρα-δέντρο-ιερό,
β) το δέντρο-εικόνα του κόσμου,
γ) το δέντρο-κοσμική "θεοφανεία",
δ) το δέντρο-σύμβολο της ζωής,
ε) το δέντρο-κέντρο του κόσμου,
στ) το δέντρο-σύμβολο της αναγέννησης και βλάστησης, ενσάρκωση δηλαδή της Μεγάλης Θεάς, που είναι έφορος του βλαστικού βασιλείου,
ζ) το δέντρο-αποδέκτης της ψυχής των προγόνων.

Οι παραπάνω ιδιότητες οφείλονται στην πίστη ότι το φυτό-δέντρο είναι ζωντανό, έμψυχο ον. Ο άνθρωπος επίσης, εκτός από τη δική του ψυχή κατέχει και μια άλλη, την "ψυχή της ερήμου" (Carl Jung, 1950), η οποία είναι δυνατόν να ενσαρκωθεί και σε δέντρο, εξασφαλίζοντας μια ταύτιση, μια "μυστική μέθεξη" (Bruhl, 1927) με το ανθρώπινο πλάσμα. Αν η ψυχή της ερήμου είναι δέντρο, τότε κάθε κακό που συμβαίνει σε αυτό προσβάλλει και τον άνθρωπο.

Η αντίληψη περί "εξωτερικής ψυχής", δηλαδή το φαινόμενο κατα το οποίο η ψυχή κάποιου μεταβαίνει για μεγαλύτερη ασφάλεια του σ'ένα δέντρο, υπάρχει και ως μοτίβο στο νεότερο ελληνικό παραμύθι (Ρουσουνίδης, 1988):
Ένας μάγος λέει στη βασίλισσα ότι θα γεννήσει τρεις γιους, αλλά κατά τη γέννηση τους πρέπει να φυτέψει μια κόκκινη κολοκυθιά επειδή η δύναμη των παιδιών θα βρίσκεται πάνω στο κολοκύθι τους. Μια μέρα το μεγαλύτερο παιδί αρρώστησε και πηγαίνοντας στον κήπο βρήκε να λείπει η μεγαλύτερη κολοκυθιά. Το επόμενο βράδυ το μεσαίο παιδί βγήκε και προφύλαγε τις άλλες κολοκυθιές. Γύρω στα μεσάνυχτα ένας δράκος εμφανίστηκε παρουσιάστηκε κι έκοψε τη δεύτερη κολοκυθιά. Αμέσως η δύναμη του δεύτερου παιδιού χάθηκε κι ήταν αδύνατο να κυνηγήσει το δράκο. Το μικρότερο παιδί κατόρθωσε και τον σκότωσε κι ανακάλυψε τις χαμένες κολοκυθιές".
Μαρία Μηλίγκου-Μαρκαντώνη, "Δέντρα-Φυτά-Άνθη στον Λαϊκό Πολιτισμό των Νεώτερων Ελλήνων", Αθήνα, 2006, σελ. 41-43.
Πίνακας: Pristine Cartera-Turkus, Tree of Life.



......................................................................................................................................................






Το νούφαρο και το φεγγάρι

Morri Aka, Water Lilies II

Κάθε βράδυ, σαν έπεφτε το σκοτάδι, μαζεύονταν στην ακροποταμιά όλα τα κορίτσια του χωριού για να χαζέψουν τα άστρα και το φεγγάρι. Τραγουδούσαν κι ονειρεύονταν πως η καθεμιά τους είναι κι από ένα αστέρι, κι όταν γέμιζε το φεγγάρι, ξαγρυπνούσαν μαγεμένες από το φως του.


Τέτοια ήταν η δύναμη του, που ένα βράδυ η Νάια, η πιο μικρή κοπέλα του χωριού, σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό δέντρο για να το ακουμπήσει. Και φυσικά δεν τα κατάφερε.

Το άλλο βράδυ, η Νάια και η φίλες της ανέβηκαν στην κορυφή του πιο ψηλού λόφου για να νοιώσουν στα δάχτυλα τους το φεγγάρι. Όμως πάλι δεν τα κατάφεραν. Κουρασμένες έφτασαν στην κορυφή του λόφου, αλλά το φεγγάρι βρισκόταν πολύ ψηλότερα και απογοητευμένες γύρισαν πίσω στο χωριό. Πίστευαν πως έτσι και κατάφερναν να αγγίξουν το φεγγάρι, ή έστω τα αστέρια, θα μεταμορφώνονταν και θα γίνονταν ένα με αυτό.

Το επόμενο βράδυ, μόνη της η Νάια άφησε το κοινό σπίτι του χωριού με την ελπίδα να κάνει το όνειρο της πραγματικό. Πήρε το μονοπάτι που ακολουθούσε το ποτάμι και χάζευε το φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στα νερά του. Εκείνο είχε πια γεμίσει και ταξίδευε σιωπηλά πάνω από τις σκιές των δέντρων της απέναντι όχθης. Ολοστρόγγυλο, φαινόταν σαν να κολυμπούσε στα ήσυχα νερά. Η Νάια φαντάστηκε τότε πως το φεγγάρι είχε πράγματι κατέβει και πλενόταν στο ποτάμι, και πως θα την την άφηνε να το ακουμπήσει. Πήδηξε λοιπόν στα βαθιά νερά και χάθηκε για πάντα.

Όμως το φεγγάρι τη λυπήθηκε και δεν άφησε τη ψυχή της να χαθεί. Τη μεταμόρφωσε σε νούφαρο, στο πιο μεγάλο νούφαρο από όλα, για να επιπλέει στο νερό και με τα τεράστια, στρογγυλά του φύλλα να μπορεί να χαίρεται τις νύχτες το μαγικό του φως.

Παραμύθια από το Περού, επιλογή-μετάφραση Γιώργος Γούτας, εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 2007.




.......................................................................................................................................................

Ο Γιος του Βουνού
                    
Un Mundo, Angeles Santos.


Πως φτιάχτηκαν τα παραμύθια; Σ' αυτό το ερώτημα έχουν κληθεί να απαντήσουν πολλές επιστήμες, όπως η Ανθρωπολογία, η Ψυχολογία, η Λαογραφία, η Φιλολογία. Στο ίδιο όμως ερώτημα την απάντηση της έχει δώσει και η ίδια η προφορική παράδοση, χρησιμοποιώντας το ίδιο το πρωτογενές υλικό της, δηλαδή το παραμύθι.Υπάρχουν πολλές ιστορίες που προσπαθούν να εξηγήσουν τη δημιουργία των παραμυθιών. Η παρακάτω μας έρχεται από τη μογγολική λαϊκή παράδοση.*
Πριν από πάρα πολλά χρόνια, μια επιδημία ευλογιάς μάστιζε τη Μογγολία. Οι άνθρωποι αρρώσταιναν και μετά από λίγο καιρό πέθαιναν. Από τις στρογγυλές σκεπές των τσαντιριών δεν έβγαινε πια καπνός, γιατί δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος να ανάψει τη φωτιά για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν. Όποιος αισθανόταν ακόμα γερός έφευγε στη στέπα για να γλιτώσει.
Ο δεκαπεντάχρονος Τάρβα ήταν ο μόνος που είχε απομείνει ζωντανός από μια μεγάλη οικογένεια που ζούσε στη δυτική πλαγιά του λόφου. Μια μέρα στεκόταν λυπημένος δίπλα στο άδειο του τσαντίρι. Γιατί τον άφησαν μόνο του οι γονείς του και τ' αδέλφια του; Πως θα μπορούσε τώρα να ζήσει πάνω στη γη; Αυτά σκεφτόταν κι έκλαιγε απαρηγόρητος. Κι από τη μεγάλη του λύπη έπεσε αναίσθητος στο χώμα μπροστά από τη σκηνή του. Τότε η ψυχή του βγήκε από το σώμα του και πέταξε στο βασίλειο των νεκρών.
Ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, ο Έρλικ Χάαν, την κοίταξε κατάπληκτος. Δεν την είχε φωνάξει ακόμα. "Γιατί ήρθες εδώ;" ρώτησε, "δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου!". Η ψυχή αναστέναξε: "Ο νεαρός στον οποίο ανήκω κλαίει κι οδύρεται όλη την ημέρα επειδή μια επιδημία ξεκλήρισε όλους τους δικούς του. Δεν μπορώ πια ν' αντέξω. Ο καημένος ποθεί το θάνατο του. Για να τελειώσει μια ώρα αρχίτερα ο πόνος του ήρθα εδώ!".
"Γύρισε στο σώμα του νεαρού, έχει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει. Επειδή όμως τον τον άφησες γιατί  λυπήθηκες, θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Διάλεξε ο, τι σου αρέσει από τους θησαυρούς μου". Διέσχισε το μεγάλο του βασίλειο και η λυπημένη ψυχή τον ακολούθησε. Είδε όλα τα πράγματα που κάνουν όμορφη ή δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων. Πλούτη και καλοπέραση, ευτυχία, χαρά, διασκέδαση, λύπη και δάκρυα, κακία και δόλο, αλλά και μουσική και χορό και παραμύθια. Ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου συμφώνησε όταν αυτή του ζήτησε τα παραμύθια.
όταν η ψυχή έφτασε στον αναίσθητο Τάρβα, τα κοράκια του είχαν βγάλει τα μάτια. Μήπως ήρθε πολύ αργά; Αμήχανη πετούσε γύρω από το άψυχο σώμα του αγοριού. Κατόπιν, χώθηκε στο κορμί του και του ξαναέδωσε ζωή.
Ο Σόσορ Τάρβα ή τυφλός Τάρβα, όπως τώρα ονομαζόταν, περιπλανιόταν σ' όλη τη χώρα. Όπου πήγαινε διηγόταν παραμύθια και ιστορίες. Γέμιζε χαρά κι έδινε κουράγιο σε όσους τον άκουγαν.
Επειδή οι ιστορίες του μιλούσαν για τις ελπίδες και τους φόβους των ανθρώπων, μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα και γίνονταν πιο πλούσιες και πιο ζωντανές. Τέλος, αυτές οι ιστορίες έγιναν ο θησαυρός του λαού....

*Η ιστορία είναι παρμένη από το βιβλίο Ο γιος του βουνού, σειρά Παραμύθια του Κόσμου, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου