Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Ο γιος του πατσάχ και η σιμουράγγα




Το παραμύθι αυτό έρχεται από την Τουρκία.

Είναι δεν είναι αλήθεια, ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας πατισάχ* που είχε τρεις γιους. Στον κήπο του μεγάλωνε μια μηλιά.
Η μηλιά αυτή κάθε χρόνο έκανε τρία χρυσά μήλα, ο πατισάχ όμως, δεν προλάβαιινε να δοκιμάσει κανένα από αυτά.
έτσι, μια μέρα φώναξε τους γιους του και τους είπε: "Μονάκριβοι μου γιοι, ποτέ μου δεν μπόρεσα να γευτώ αυτά τα μήλα. Εσείς γίνατε κοτζάμ παλικάρια και μέχρι τώρα δεν έχετε πάρει χαμπάρι ποιος τα κόβει".
"Πατέρα, θα πάω αυτή τη νύχτα να φυλάξω τη μηλιά και ο, τι και να γίνει θα κόψω και θα σου φέρω τα μήλα", είπε ο μεγαλύτερος γιος. "Πολύ καλά!" συμφώνησε ο σαχής.


Ο γιος του πατισάχ πήρε βέλη και τόξο, πήγε στον κήπο και κρύφτηκε εκεί. Και να, μόλις ήρθαν τα μεσάνυχτα, όρμησε ένας αέρας- τέτοια θύελλα δεν γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Αντικρίζοντας αυτά που συνέβαιναν, το παλικάρι μάζεψε τα πασουμάκια του, έτρεξε στον πατέρα του και τα διηγήθηκε όλα.
Ο μεσαίος γιος άκουσε τι είχε γίνει. Την επόμενη μέρα ζήτησε κι αυτός να τον αφήσουν να πάει εκεί. Πήρε τόξο και βέλη, πήγε στον κήπο και φύλαξε όλη την ημέρα.Με το που νύχτωσε, όρμησε ξανά ο αέρας- πραγματική καταιγίδα. Το αγόρι το 'βαλε στα πόδια και έτρεξε στον πατέρα του.
Την επόμενη μέρα, πήγε για σκοπιά στον κήπο ο μικρότερος γιος. Τα μεσάνυχτα όρμησε ο αέρας- θύελλα πιο δυνατή από τις προηγούμενες. Το παλικάρι, αν και φοβήθηκε, παρέμεινε στον κήπο.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα δράκος με δυο κεφάλια. Θέλησε να κόψει ένα μήλο, αλλά ο γιος του πατισάχ του έριξε ένα βέλος και πέτυχε το ένα κεφάλι του δράκου. Ο δράκος αμέσως  οπισθοχώρησε.
Τότε το παλικάρι έκοψε το μήλο, το πήγε στον πατέρα του και του τα διηγήθηκε όλα. Τότε, πρότεινε στα μεγαλύτερα αδέρφια του: "Πάμε να ακολουθήσουμε το δράκο για να του κόψουμε το και το άλλο κεφάλι!".
Αμέσως και οι τρεις σηκώθηκαν και ακολούθησαν τα χνάρια του δράκοντα. Περπάτησαν όσο περπάτησαν κι έφτασαν σ' ένα πηγάδι. Ο μεγαλύτερος αδελφός είπε: "Δέστε με και κατεβάστε με στο πηγάδι".
Τα αδέλφια έφτιαξαν από τα ζωνάρια τους ένα σκοινί, έδεσαν τον αδελφό τους από τη μέση κι άρχισαν να τον κατεβάζουν. Δεν είχε φτάσει ούτε καν στη μέση του πηγαδιού όταν άρχισε να φωνάζει: "Ωχ, ωχ καίγομαι!" και τα αδέλφια του τον τράβηξαν πάνω.
Μετά κατέβασαν το μεσαίο αδελφό, αλλά κι αυτός στη μέση της διαδρομής φώναξε: "Ωχ, ωχ καίγομαι!" και τον έβγαλαν.
ήρθε η σειρά του μικρότερου αδερφού. "Τώρα δέστε εμένα, αλλά όταν με ακούσετε να φωνάζω να μη με ανεβάσετε".
Τα αδέλφια άρχιζαν να τον κατεβάζουν. Αν και φώναζε "καίγομαι", έκαναν πως δεν τον άκουσαν. Και να, που ο μικρός γιος του πατισάχ έφτασε στον πυθμένα του πηγαδιού, έλυσε το σκοινί και τι να δει! Μπροστά του υπήρχε μια πόρτα. Την ανοίγει κι αντικρίζει ξαπλωμένο το δράκο.
 Τραβάει απότομα το σπαθί του και μ' ένα χτύπημα του κόβει και το δεύτερο κεφάλι. Μόλις βεβαιώθηκε πως ο δράκος ήταν νεκρός, άρχισε να ψάχνει γύρω του. Τότε, βλέπει άλλη μια πόρτα, την ανοίγει και τι να δει: μέσα κάθονταν τρεις κοπέλες, η μία πιο όμορφη από την άλλη. Με το που αντίκρισαν το γιο του πατισάχ, οι κοπέλες ξεφώνισαν "Μα το θεό παλικάρι, πως βρέθηκες εδώ; Εδώ μένει ο δράκος, που αν σε δει θα σε κάνει μια μπουκιά". "Μην τρομάζετε πια με το δράκο, τον σκότωσα", τους απάντησε το παλικάρι. οι κοπέλες καταχάρηκαν με την είδηση. Τότε μόνο ο γιος του πατισάχ παρατήρησε κάτι πολύ παράξενο: μπροστά στη μια κοπέλα, ρόκα μόνη της να γνέθει, μπροστά στην άλλη, χρυσό τελάρο, μόνο του να κεντά, μπροστά στην τρίτη, κλώσα με χρυσά κλωσόπουλα να τσιμπολογάνε μαργαριτάρια πάνω σε χρυσό ταψί.
"Θέλετε να σας ανεβάσω στον πάνω κόσμο;" τις ρώτησε. "Θέλουμε, πως δε θέλουμε!" απάντησαν αυτές. Τότε ο γιος του πατισάχ πήρε τη ρόκα, το τελάρο και την κλώσα με τα κλωσόπουλα, τα έβαλε όλα σ' ένα σακί  και οδήγησε τις κοπέλες προς το πηγάδι. Έδεσε τη μεγαλύτερη κοπέλα με το σκοινί,   την οποία τράβηξε πάνω στη γη ο μεγαλύτερος αδερφός, μετά τη μεσαία, την οποία τράβηξε στη γη ο μεσαίος αδερφός, κι όταν ήρθε η σειρά της μικρότερης εκείνη τον συμβούλεψε: "Σαχρηζάντε** βγες εσύ πρώτος, γιατί αν βγω εγώ, τ' αδέλφια σου θα ζηλέψουν και θα σε αφήσουν στο πηγάδι. Κι εγώ θα λυπηθώ για σένα". "Όχι, βγες εσύ πρώτη" αντέδρασε το παλικάρι. "Εντάξει" συμφώνησε η κοπέλα, "αλλά να ξέρεις, σε περιμένουν δύσκολες μέρες. Τα αδέλφια σου δε θα σε τραβήξουν πάνω, θα κόψουν το σκοινί και συ θα πέσεις κάτω. Κάτω είναι δύο κριάρια-το ένα λευκό και το άλλο μαύρο. Εάν πέσεις στο λευκό, τότε θα καταφέρεις να ανέβεις στην απάνω γη, εάν πέσεις στο μαύρο, θα βυθιστείς μ' αυτό εφτά στρώματα κάτω από τη γη. Να, πάρε τρεις τρίχες από το κεφάλι μου, θα σου χρειαστούν". Ο γιος του πατισάχ έδεσε την κοπέλα με το σκοινί, και τ' αδέλφια του την τράβηξαν απάνω
Πράγματι, όταν το παλικάρι δέθηκε κι άρχισε ν' ανεβαίνει, πριν φτάσει στη μέση του πηγαδιού τ' αδέλφια του έκοψαν το σκοινί, έχοντας ζηλέψει που είχε ερωτευτεί την πιο όμορφη. Έτσι, ο μικρότερος γιος του πατισάχ, κατρακυλώντας μαζί με το σακί του, έπεσε κατευθείαν πάνω στο μαύρο κριάρι. Και αυτό τον κατέβασε εφτά στρώματα κάτω από τη γη.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και το παλικάρι συνήλθε. Κοίταξε γύρω του, είδε ένα σπίτι, πήγε κατευθείαν εκεί και χτύπησε την πόρτα. Βγήκε μια γριά γυναίκα κι αυτός την παρακάλεσε: "Μανούλα φιλοξένησε με αυτό το βράδυ".
"Από που είσαι γιε μου; Από 'δω δεν περνάει ούτε πέρι*** ούτε τζίνι**** ούτε παιδί ανθρώπου".
"Λυπήσου με μητέρα! Θα γίνω ο γιος σου!" την ικέτεψε το παλικάρι.
Η γυναίκα τον λυπήθηκε και δέχτηκε. Κατά το βράδυ, ο γιος του πατισάχ κοιμήθηκε βαθιά, όμως τα μεσάνυχτα άρχισε να τον βασανίζει η δίψα. Ξύπνησε και ζήτησε από τη γριά λίγο νερό να πιιει, αλλά αποδείχτηκε ότι στο σπίτι δεν υπήρχε νερό.
"Ώστε ούτε σταγόνα νερό δεν έχετε;"
"Γιε μου", άρχισε να του διηγείται η γριά, "στη χώρα μας ποτέ δεν υπήρχε νερό. Ένας φοβερός δράκος άρπαξε την πηγή κι εμείς το νερό το αγοράζουμε από τον ίδιο. Κάθε χρόνο του δίνουμε ως αντάλλαγμα μια κοπέλα κι όσο εκείνος την τρώει,εμείς αντλούμε νερό, όσο μπορεί ο καθένας μας, και το μοιραζόμαστε για όλο το χρόνο. Τα αποθέματα μόλις τελείωσαν κι αύριο έρχεται το Νέο Έτος. Απόψε στολίζουν την κόρη του σαχή κι αύριο το πρωί θα τη δώσουν στο δράκο".
Ο γιος το πατισάχ δεν είπε τίποτα και νωρίς το πρωί πήρε το δρόμο προς το βουνό όπου βρισκόταν ο δράκος και κρύφτηκε σε ένα απόκρυφο μέρος.
Με την ανατολή του ηλίου, έφεραν την κόρη του πατισάχ και την άφησαν μπροστά στο λημέρι του δράκου. Κάτω οι άνθρωποι, με ο, τι δοχεία είχε ο καθένας, περίμεναν πότε θα τρέξει το νερό. Σε λίγο, να σου ξεπροβάλει από το λημέρι του ένας δράκος με εφτά κεφάλια κι ετοιμάζεται να αρπάξει την κοπέλα. Τότε το παλικάρι, που ήταν κρυμμένο εκεί κοντά, αρπάζει το σπαθί του, και μ' ένα χτύπημα κόβει και τα εφτά κεφάλια του δράκου.
Η κοπέλα, που τα είδε όλα αυτά, βούτηξε το χέρι της στο αίμα του δράκου, κι έβαλε σημάδι στην πλάτη του γιου του του πατισάχ.
Κάτω οι άνθρωποι άρχισαν γρήγορα να γεμίζουν τα δοχεία τους. Γέμιζαν, γέμιζαν, γέμιζαν, και τι να δουν; Το νερό έτρεχε και δεν σταματούσε. Τότε, κοίταξαν προς τα πάνω και είδαν το δράκο σκοτωμένο, ενώ η κοπέλα είχε σωθεί. Την πήγαν αμέσως στον πατέρα της ο οποίος μόλις την αντίκρισε γερή κι ανέγγιχτη, χάρηκε αφάνταστα.
"Κόρη μου, ποιος σ' έσωσε;". "Πατέρα, διάταξε αύριο τους τελάληδες, ν' ανακοινώσουν ότι όλοι οι άντρες πρέπει να μαζευτούν μπροστά στο παλάτι και τότε θα αναγνωρίσω τον άνθρωπο που μ' έσωσε.
Πράγματι, έτσι κι έγινε. Μα μόλις η κοπέλα αναγνώρισε το παλικάρι, εκείνος τ' αρνήθηκε όλα. "Όχι, όχι δεν είμαι εγώ!". "Όχι", επέμεινε η κοπέλα,"εσύ είσαι, εγώ σου έβαλα σημάδι".
Και πράγματι, στην πλάτη του βρήκαν το σημάδι. "Γιε μου, συμφωνείς να σε αρραβωνιάσω με τη θυγατέρα μου;" τον ρώτησε ο σαχής. "Όχι πατισάχ! Εγώ ήρθα από ξένη γη και θέλω πάλι να γυρίσω στην πατρίδα μου".
"Αφού είναι έτσι, ζήτα από μένα ο, τι θες".
"Τι να ζητήσω; Να με βγάλεις στην απάνω γη!".
"Ευχαρίστως γιε μου, αλλά δε φτάνουν οι δυνάμεις μου για κάτι τέτοιο. Αν έχεις κάποιο άλλο θέλημα, πες το μου και θα στο εκπληρώσω".
"Άλλο θέλημα δεν έχω".
Το παλικάρι έφυγε και βάδισε, βάδισε, βάδισε, ώσπου έφτασε σ' ένα δέντρο και ξάπλωσε από κάτω. Πάνω στο δέντρο το πουλί σιμουράγγα***** είχε φτιάξει φωλιά και είχε κλωσήσει τα πουλάκια του. Όπως ήταν λοιπόν ξαπλωμένος, εμφανίζεται ένας δράκος και πάει να αρπάξει τα πουλάκια. Το παλικάρι τότε αστραπιαία βγάζει το σπαθί του και μ' ένα χτύπημα κόβει στα δύο το δράκο. Μετά ξάπλωσε πάλι και τον πήρε ο ύπνος.
Σε λίγη ώρα κατέφτασε η σιμουράγγα, τον βλέπει ξαπλωμένο και ορμά να του βγάλει τα μάτια.
"Αχ,  κακούργε! Ώστε εσύ μου τρως κάθε χρόνο τα πουλάκια!".
Τα πουλάκια όμως την σταμάτησαν: "Τι κάνεις; Μην του κάνεις κακό! Αυτός μας έσωσε από το δράκο!"
Τότε η σιμουράγγα είδε το κουφάρι του δράκου και κατάλαβε. Και αμέσως άνοιξε τα φτερά της για να του κάνει σκιά.
"Γιε μου, εσύ γλίτωσες τα πουλάκια μου, ζήτα από μένα ο, τι θες!" του είπε όταν αυτός ξύπνησε.
"Θέλω να με πας στην απάνω γη!".
"Εντάξει" απάντησε το πουλί "αλλά πρέπει να ετοιμάσεις σαράντα κριάρια και σαράντα τουλούμια με νερό. Τα κριάρια θα τα κρεμάσεις από τη μία μου πλευρά και τα τουλούμια από την άλλη. Εσύ θα κάτσεις στην πλάτη μου, κι όταν θα σου φωνάζω ''γκάκ" δίνε μου κρέας, όταν σου φωνάζω "γκουκ" δίνε μου νερό. Έτσι θα σε βγάλω στην απάνω γη".
"Εντάξει!" συμφώνησε το παλικάρι και γύρισε στον πατισάχ.
"Ω! πατισάχ, δώσε μου σαράντα κριάρια και σαράντα τουλούμια με νερό". Ο πατισάχ του έδωσε ο, τι ζήτησε και το παλικάρι τα κρέμασε στη σιμουράγγα, ενώ αυτό έκατσε στη ράχη της. Έτσι ξεκίνησαν το ταξίδι τους.
Είχε μείνει πολύ λίγο για την απάνω γη. Το πουλί έκραξε "γκακ" και ο γιος του σαχή έδωσε το τελευταίο κριάρι, όμως ποιος ξέρει, κάπως γλίστρησε από τα χέρια του και χάθηκε. Έκοψε τότε ένα κομμάτι από το πόδι του και το έχωσε στο ράμφος του πουλιού. Το πουλί όμως αμέσως κατάλαβε πως αυτό ήταν ανθρώπινο κρέας και δεν το έφαγε, παρά το έκρυψε κάτω από τη γλώσσα του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, βγήκαν απάνω στη γη κι άρχισαν να κατεβαίνουν. Ο γιος του πατισάχ πάτησε απαλά στη γη και κάθισε κάτω. Παρά τις διαμαρτυρίες του, το πουλί τον ανάγκασε να σηκωθεί. Όταν τελικά σηκώθηκε, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Τότε το πουλί έβγαλε κάτω από τη γλώσσα του το κομμάτι του μηρού και το έβαλε στη θέση του. Μετά το σάλιωσε και το πόδι του παλικαριού έγινε πιο γερό απ΄ο, τι πριν.
"Αντίο γιε μου, να πας στο καλό!" είπε η σιμουράγγα και έφυγε πετώντας.
Το παλικάρι μας, βγήκε στο δρόμο και προχώρησε. Βάδιζε πόσο βάδιζε και έφτασε στην πόλη του. Αγόρασε από το κρεοπωλείο εντόσθια, φόρεσε στο κεφάλι του μια φούσκα κι έγινε λιγδιάρης. Μετά πήγε στο διασημότερο χρυσοχόο:
"Λυπήσου με μάστορα, πάρε με να γίνω μαθητής σου", τον παρακάλεσε.
Τον βλέπει ο μάστορας έτσι και τον διώχνει: "Τσακίσου απ ΄δω λιγδιάρη, δε σε θέλω!".
"Θα κάνω οποιαδήποτε δουλειά" άρχισε τα παρακάλια ο γιος του πατισάχ, "ένα κομμάτι ψωμί δώσε μου μόνο".
"Εντάξει" συμφώνησε ο μάστορας.
Ας τον αφήσουμε όμως με το χρυσοχόο για να δούμε τι έγιναν, στο μεταξύ, τα αδέλφια του.
Αφού γύρισαν με τις κοπέλες στο παλάτι, ο πατέρας τους τους ρώτησε: "Που είναι ο αδελφός σας;".
"Χάθηκε στο δρόμο, δεν ξέρουμε εξαφανίστηκε" του απάντησαν.
Θύμωσε τότε ο πατισάχ, αλλά τι να κάνει; Πέρασαν κάμποσα χρόνια κι οι γιοί λένε στον πατέρα τους: "Πάντρεψε μας με τις κοπέλες!".
Ο πατισάχ έστειλε το μήνυμα στις κοπέλες, αλλά αυτές αρνήθηκαν: "Ώσπου να γυρίσει ο μικρότερος γιος, εμείς δε θα παντρευτούμε. Θα τον περιμένουμε εφτά χρόνια, εάν έρθει καλώς, εάν δεν έρθει, κάνε ο, τι θέλεις".
"Πολύ καλά" συμφώνησε ο πατισάχ.
Πέρασαν λοιπόν τα εφτά χρόνια, και ο πατισάχ έστειλε μήνυμα στη μεγαλύτερη κοπέλα κι αυτή είπε: Ας παραγγείλει ο πατισάχ να μου κάνουν μια χρυσή ρόκα, αλλά τέτοια που μόνη της να γνέθει, κι εγώ θα παντρευτώ".
Ο πατισάχ φώναξε το μεγαλύτερο δεξιοτέχνη χρυσοχόο και του παρήγγειλε:"Φτιάξε μια χρυσή ρόκα! Αλλά μόνη της να γνέθει! Εάν δεν είναι έτοιμη σε σαράντα μέρες, θα σου κόψω το κεφάλι!".
Γύρισε σπίτι του ο χρυσοχόος, κάθισε και σκέφτηκε και μετά έβαλε τα κλάματα. Τον πλησίασε τότε το παλικάρι: "Αφεντικό μου γιατί κλαις;"
"Αυτό κι αυτό" του λέει ο χρυσοχόος.
"Γι' αυτό κλαις; Εγώ σε σαράντα μέρες θα κάνω το καλύτερο των καλυτέρων!"
"Αλήθεια λες αγόρι μου; Και τι αντάλλαγμα θες γι' αυτό;"
"Αγόρασε μου ένα τσουβάλι καρύδια ι ένα βαρέλι μποζά και φέρε μου τα εδώ. για σαράντα μέρες μην έρχεσαι στο εργαστήριο".
Έτσι κι έγινε. Την τεσσαρακοστή μέρα ο λιγδιάρης την είχε έτοιμη τη ρόκα.
Ευχαριστημένο το αφεντικό, πήρε τη ρόκα και κατευθύνθηκε προς το χαρέμι του παλατιού. Μόλις  είδαν τη ρόκα οι κοπέλες χάρηκαν αφάνταστα: "Αχ αδελφούλες! Ο μικρότερος γιος του πατισάχ βγήκε πάνω στη γη!".
Ο πατισάχ έδωσε στο χρυσοχόο τόσο χρυσό, όσο του ζήτησε, κι αυτός γύρισε χαρούμενος στο εργαστήριο του. "Έλα να σου δώσω κι εσένα λίγα λεφτά" είπε στο λιγδιάρη, αλλά αυτός του απάντησε: "Αφεντικό, εμένα δε μου χρειάζονται λεφτά, κράτα τα για τον εαυτό σου".
Κι έτσι πάντρεψαν τη μεγαλύτερη από τις αδελφές με το μεγαλύτερο γιο του πατισάχ, με γιορτές που κράτησαν σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες.
Μετά από λίγο καιρό, ο πατισάχ αποφάσισε να παντρέψει τη μεσαία αδελφή με το δεύτερο γιο του, αλλά αυτή είπε: "Αν μου κάνετε χρυσό τελάρο που να κεντά και να αφήνει νήμα μόνο του, τότε θα συμφωνήσω".
Ο πατισάχ ξαναδιέταξε να φέρουν το δεξιοτέχνη χρυσοχόο και του είπε: "Αν σε σαράντα μέρες δεν έχεις έτοιμο χρυσό τελάρο που μόνο του να κεντά και να αφήνει νήμα, θα σου κόψω το κεφάλι!".
Ο χρυσοχόος επέστρεψε στο εργαστήρι του, κάθισε κι άρχισε να σκέφτεται. Τον πλησίασε τότε ο λιγδιάρης και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Αφού του τα διηγήθηκε όλα, αυτός τον καθησύχασε: "Μη σκοτίζεσαι! Εγώ θα το κάνω πολύ εύκολα. Μόνο για σαράντα μέρες, μην έρθεις στο εργαστήριο".
Και με δύο λόγια, μόλις ήρθε η τεσσαρακοστή πρώτη μέρα, το είχε έτοιμο. Ο μάστορας χαρούμενος, πήρε το τελάρο και το πήγε στο παλάτι. Και οι κοπέλες μόλις το είδαν είπαν: "Ο γιος του πατισάχ έχει ανέβει σίγουρα στην απάνω γη".
Και όπως και την προηγούμενη φορά, ο πατισάχ έδωσε στο χρυσοχόο πολύ χρυσό, και πάντρεψε τη μεσαία κοπέλα με το δεύτερο γιο του.

Πίνακας της Μάρθας Τσιάρα
Τώρα ήρθε η σειρά της μικρότερης αδερφής. Ο πατισάχ τη ρώτησε πότε θα παντρευτεί κι αυτή είπε: "Ω, πατισάχ! Πρώτα παράγγειλε να κάνουν χρυσή κλώσα με χρυσά κλωσόπουλα που να τσιμπολογούν μαργαριτάρι πάνω σε χρυσό ταψί, και μετά, πες στον τελάλη να κηρύξει να μαζευτούν όλοι οι άντρες μπροστά στο παλάτι. Αυτός που θα μου αρέσει, θα γίνει σύζυγος μου".
Ο πατισάχ διέταξε να φωνάξουν το χρυσοχόο και του παρήγγειλε την κλώσα με τα κλωσόπουλα. Ο χρυσοχόος, πήγε αμέσως στο λιγδιάρη.
"Θα τα κάνω!" είπε αυτός και κλείστηκε στο εργαστήριο. Την τεσσαρακοστή πρώτη μέρα
ήταν όλα έτοιμα. Ο μάστορας την πήγε στο παλάτι και η κοπέλα χάρηκε με όλη της την καρδιά. Και την ίδια μέρα ο τελάλης άρχισε να φωνάζει: "Αύριο, όλοι, νέοι και γέροι, να έρθουν μπροστά στο παλάτι!"
όσοι άκουσαν αυτά τα λόγια μαζεύτηκαν την άλλη μέρα στην πλατεία. Μεταξύ των άλλων, ο χρυσοχόος πήγε στο λιγδιάρη και τον ενημέρωσε για όλα όσα είχαν γίνει, αλλά εκείνος του απάντησε: "Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά εκεί! Ποιος ξέρει τι μπορεί να μου συμβεί σε τέτοια μέρη!"
Όπως και να 'χει, ο χρυσοχόος κατευθύνθηκε προς το παλάτι, ενώ ο λιγδιάρης έκλεισε το εργαστήριο και πήγε στα χωράφια. Εκεί, κάτω από ένα θάμνο, έβγαλε τις τριχούλες που του είχε δώσει η κοπέλα, κι έκαψε μια απ' αυτές.  Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά του ένα πέρι.
"Γιατί με φωνάζεις;" τον ρώτησε.
"Φέρε μου το γρηγορότερο άσπρο άλογο και άσπρα ρούχα!" διέταξε ο γιος του πατισάχ. Κι εκείνο τα έφερε αμέσως.
Τότε το παλικάρι φόρεσε τα ρούχα, ανέβηκε στο άλογο, και πήγε στην πλατεία. Εκεί, είχαν μαζευτεί όλοι και πέρναγαν ένας ένας μπροστά από το παλάτι. Και να, που μόλις πέρασε ο γιος του πατισάχ, σαν αστραπή πάνω στο άσπρο άλογο, η κοπέλα τον αναγνώρισε αμέσως και πέταξε πάνω του μια χρυσή μπάλα. Όλοι ξεφώνισαν, όμως το παλικάρι εξαφανίστηκε γρήγορα και μεταμφιέστηκε ξανά σε λιγδιάρη.Μετά από λίγο, ο χρυσοχόος του τα διηγήθηκε όλα.
Την άλλη μέρα ξαναμαζεύτηκε κόσμος. Ο λιγδιάρης πήγε στο χωράφι και άναψε τη δεύτερη τριχούλα. Μόλις εμφανίστηκε το πέρι το διάταξε: "Φέρε μου κόκκινο άλογο και κόκκινα ρούχα!"
Και πάλι, καβάλησε το άλογο και κάλπασε προς την πλατεία. Μόλις πέρναγε μπροστά από το παλάτι η κοπέλα του πέταξε τη χρυσή μπάλα. Αλλά εκείνος εξαφανίστηκε, άλλαξε ρούχα, πήγε πίσω στο εργαστήριο και περίμενε. Ήρθε ο χρυσοχόος, του τα διηγήθηκε όλα.
Όπως και να 'χει, ο κόσμος μαζεύτηκε για τρίτη φορά. Μόλις ο λιγδιάρης άναψε την τρίτη τριχούλα, διέταξε το πέρι να του φέρει ένα πράσινο άλογο και πράσινα ρούχα.
Το παλικάρι καβάλησε το άλογο και πέρασε πάλι αστραπιαία από τα τείχη του παλατιού. Αυτή τη φορά όμως, ο κόσμος έπιασε το παλικάρι από τα χέρια κι από τα πόδια και τον οδήγησαν στο παλάτι. Ο σαχής αναγνώρισε το γιο του και τον αρραβώνιασε με την κοπέλα. Μετά τις γιορτές,που κράτησαν σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, έγιναν αντρόγυνο.
Την άλλη μέρα, ο γιος τα διηγήθηκε όλα στον πατέρα του. Και ο πατισάχ φώναξε τους δύο άλλους γιους του και τους ρώτησε τι τιμωρία να τους επιβάλλει μετά από ολ' αυτά. Όμως είχαν μετανιώσει πραγματικά και ικέτευσαν τον αδελφό τους να τους συγχωρήσει.
"Εγώ δεν κάνω αυτά που εσείς μου κάνατε" είπε και τους συγχώρησε. Και ο πατέρας, παραιτήθηκε από το θρόνο κι έβαλε στη θέση του το μικρότερο γιο του. Μέχρι το τέλος της ζωής τους έζησαν όμορφα κι ωραία.
Το παραμύθι αυτό βρίσκεται στο βιβλίο Έντεκα τούρκικα λαϊκά παραμύθια, από τη σειρά Παραμύθια του Κόσμου, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007.


*πατισάχ: βασιλικός τίτλος των Περσών
**σαχρηζάντε: γιε του σαχή
***πέρι: καλό πνεύμα
****τζίνι: κακό πνέυμα
*****σιμουράγγα: μεγάλο μαγικό πουλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου