Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ένα παραμύθι για το καλωσόρισμα






Άνοιξε Κουδουμουντού!
Μια φορά ήταν ένας γέρος πολύ πλούσιος και είχε δύο παιδιά, ο μεγάλος ήταν  άδικος και φιλάργυρος ενώ ο μικρός ήταν πολύ καλός, γλυκόλαλος και καλόγνωμος, κανένα δεν ήθελε να βλάψει. Κάποια στιγμή πέθανε ο γέρος και άφησε ο, τι είχε στα δύο του παιδιά. Ο φιλάργυρος με τις αδικίες του δεν έδωσε τίποτε στο μικρότερο αδερφό του, τον έδιωξε κι από το σπίτι, κι έτσι εκείνος πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και πήγε και έμενε σ' ένα σπίτι πολύ φτωχικό, δούλευε και ζούσε.
Ένα χρόνο έπεσε μεγάλη πείνα, δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά του και την γυναίκα του. Πηγαίνει λοιπόν στον αδελφό του, πέφτει στα πόδια του, τον παρακαλάει να του δώσει τίποτε για να μπορέσει να ζήσει, όμως αυτός τον έδιωξε κακήν κακώς. Εκεί τότε ο καλόκαρδος αδερφός, πήρε την απόφαση να πάει στα άγρια βουνά να τον φάνε οι λύκοι. Εκείνη τη χρονιά χειμώνας  ήταν πολύ βαρύς. Περπάταγε, περπάταγε, περπάταγε, ώσπου νύχτωσε. Είπε τότε με τον νου του: «Πού πηγαίνω; τι κάνω; τα παιδιά μου, αν χαθώ, τι θα γίνουν;» Κι έκλαψε, δεν ήξερε πού και βρισκόταν, στην ξαστεριά μόνο είδε ένα έρημο χάνι, τρύπωσε εκεί μέσα,  και πολεμούσε να κλείσει τα μάτια του να κοιμηθεί. Κι ενώ η νύχτα περνούσε, κάποια στιγμή ακούει ποδοβολητά και φωνές. Βλέπει ξαφνικά να έρχονται προς το μέρος του σαράντα άγριοι δράκοι, φορτωμένοι από ένα δισάκι.

Μπαίνοντας μέσα ο μεγαλύτερος από τους δράκους είπε: " Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει". "Που να πατήσει το πόδι του άνθρωπος εδώ μέσα; Τριγυρνάμε στα χωράφια συνέχεια κι έχουμε βρομίσει ανθρώπινη μυρωδιά", του απάντησε ένας από τους συντρόφους του. Ύστερα ο μεγαλύτερος είπε: "Άνοιξε Κουδουμουντού!".
Με μιας άνοιξε μια σιδερένια πόρτα κι όλοι οι σαράντα δράκοι εξαφανίστηκαν από πίσω της, ενώ η πόρτα έκλεισε πάλι μόνη της! Πριν κλείσει όμως, ο μικρότερος γιος πρόλαβε και είδε μια  τέτοια λάμψη, λες και από πίσω της κρυβόταν ο ίδιος ο ήλιος.  Σαν ξημέρωσε, και αφού δεν το είχε κουνήσει ρούπι, μιας και φοβόταν μη ξαναγυρίσουν οι δράκοι, άκουσε πάλι τη φωνή του μεγαλύτερου δράκου "Άνοιξε Κουδουμουντού!".
Άνοιξε πάλι η πόρτα, βγήκαν όλοι έξω, και πάλι μόνη της έκλεισε. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανένας από τους δράκους εκεί κοντά, σκέφτηκε: "Τι θα γίνει αν πω κι εγώ Άνοιξε Κουδουμουντού!;"
Και αμέσως το φωνάζει Ξαφνικά με τα μαγικά λόγια,  η πόρτα άνοιξε, κι αφού μπήκε μέσα, έκλεισε με δύναμη. Κι εκεί τι να δει; Χρυσάφι, ασήμι, λίρες φλουριά, κι ένα τραπέζι στρωμένο μ' όλα τα καλά του κόσμου! Έκατσε εκεί, έφαγε, χόρτασε, μάζεψε κι ένα τσουβάλι λίρες και χρυσάφι, κι αποφάσισε να φύγει. Φωνάζει πάλι τότε: "Άνοιξε Κουδουμουντού!" άνοιξε η πόρτα κι έφυγε.
Περπάταγε, περπάταγε, περπάταγε, ώσπου κάποια στιγμή έφτασε στο σπίτι του, όπου πολύ είχαν ανησυχήσει που είχαν να τον δουν δυο μέρες.Όταν τους έδειξε τους θησαυρούς που είχε φέρει ήταν τόση η χαρά τους, που παραλίγο να τα χάσουν. Και κάνανε μετά ένα τραπέζι τόσο πλούσιο, που όλοι στο χωριό είχαν να το λένε. Στο μεταξύ,  ο μεγαλύτερος αδερφός είχε σκάσει από το κακό του. "Τι συνέβη κι έγινες τόσο πλούσιος;" τον ρωτάει μια μέρα, κι ο μικρότερος αδερφός του τα διηγήθηκε όλα.Φεύγει τότε τρέχοντας ο μεγάλος και πράγματι βρίσκει το μέρος όπου έμεναν οι σαράντα δράκοι. Βλέπει μια σιδερένια πόρτα, λέει "Αυτή πρέπει να είναι" και φωνάζει "Άνοιξε Κουδουμουντού!". Πράγματι η πόρτα άνοιξε κι αυτός είδε ο, τι του είχε περιγράψει ο αδερφός του. Αφού έβαλε μέσα στο σακί του όσα πιο πολλά μπορούσε φώναξε πάλι: "Σφάλισε Κουδουμουντού!"
Η πόρτα, αντί να ανοίξει, μαντάλωνε κι άλλο. Για να μη τα πολυλογούμε έφτασε να  βραδιάσει. Ακούει τότε απ' έξω που ήρθαν οι δράκοι, φορτωμένοι με φλουριά, και τον πρώτο δράκο να λέει: "Άνοιξε Κουδουμουντού! Αλλά που να ανοίξει η πόρτα αφού ήταν τόσες φορές κλειδωμένη από τις διαταγές του μεγάλου αδελφού. "Δε σας είπα ότι εδώ πρέπει να έχει άνθρωπος κι εσείς με κοροϊδεύατε; Άντε να φυσήξουμε όλοι μαζί να ανοίξει η πόρτα να μπούμε" είπε ο πρώτος δράκος.  Σαν άνοιξε η πόρτα και βρήκαν μέσα τον άνθρωπο, αυτός τους τα ομολόγησε όλα, πως δηλαδή ο αδερφός του του είχε δώσει τις οδηγίες να έρθει εδώ. Και τον σκίσαν τότε στα δύο, και κρέμασαν το ένα μέρος του δεξιά από την πόρτα και το άλλο αριστερά.
Από το σπίτι του εν τω μεταξύ, είχαν αρχίσει κι ανησυχούσαν, και παρακάλεσαν το μικρότερο να πάει να δει τι έγινε. Πήγε αυτός, και με το που φτάνει είδε τον αδερφό του κρεμασμένο στην πόρτα, και πολύ στεναχωρέθηκε. "Αχ αδερφέ", σκέφτηκε, "η φιλαργυρία σου σε σκότωσε".  Κρύφτηκε μετά μέσα σε μια τρύπα, κι άκουσε τους δράκους να έρχονται. "Ε! πώς τα πας μετά από δύο μέρες, κι ο αδελφός σου να έρθει να σ\ε  βρει, να τον δείξουμε ποιος κάνει κουμάντο εδώ μέσα" φώναξε πάλι ο μεγαλύτερος δράκος στο πτώμα. Ύστερα γύρισε στους συντρόφους του και τους είπε: "Πήρατε τα τουλούμια;" κι εκείνοι είπαν: "Ο πράσινος δράκος τα πήρε". Ύστερα τους είπε:  "μεθαύριο θα σας φορτώσω σε σαράντα σάκους για τυρί και θα πάμε στο χωριό του κρεμασμένου, θα κατεβούμε στο σπίτι του αδελφού του και  θα του πούμε πως τον τα στέλνει ο αδελφός του. Τη νύχτα θα τον πνίξουμε κι εκείνον και τα παιδιά του για να είμαστε βέβαιοι πως γλιτώσαμε από το μεγάλο εχθρό".
Ο καημένος ο μικρός αδελφός τα άκουγε όλα αυτά και η καρδιά του χτυπούσε σαν το ρολόι.  Την άλλη μέρα, άμα έφυγαν οι δράκοι, σηκώνεται και φεύγει' χωρίς να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά, φτάνει σπίτι του, κι αρχίζει να σκέφτεται τι να κάνει. Είχε ένα μεγάλο φούρνο και τον άναψε δύο μέρες σε σειρά. Ήρθε λοιπόν την τρίτη μέρα ο δράκος με σαράντα σακιά φορτωμένα με τυρί, σαν χωρικός, και του είπε πως τον στέλνει ο αδελφός του, να του ζυγίσει τα τυριά. Ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι και τα τουλούμια, τα σακιά δηλαδή, τα έβαλε σ' ένα μέρος. Τη νύχτα, αφού έφαγε ο δράκος, μέθυσε και κοιμήθηκε. Τότε, ο μικρότερος αδελφός του καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά και τον σκοτώνει. Μετά, παίρνει τα σαράντα σακιά και τα ρίχνει στο φούρνο, αφού έδινε πρώτα στο καθένα από μια μαχαιριά.
Την άλλη μέρα πήρε τα μουλάρια και πήγε και εκατό μέρες και εκατό νύχτες κουβαλούσε όλους τους θησαυρούς των δράκων και δεν τελείωνε. Ύστερα έγινε πολύ  πλούσιος και κάθε μέρα είχε στο σπίτι του για τους φτωχούς τραπέζια και τους βοηθούσε όλους. Κι έκανε σ' όλο τον κόσμο πολλές καλοσύνες και ήταν πολύ ευχαριστημένος.

2 σχόλια: