Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Η πέτρα της υπομονής.


Love Sadness Feeling, Joan Louis.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια αρχοντοπούλα και οι γονείς της την αγάπαγαν πολύ. Δεν την άφηναν ποτέ μοναχή, τη φύλαγαν σαν τα μάτια τους. Κάθε πρωί σηκωνότανε κι αφού την υπηρετεύανε πρώτα οι υπηρέτριες, καθόταν στο μπαλκόνι με το κέντημα της και κένταγε. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια, ώσπου η κοπέλα άρχισε και μεγάλωνε. Μια μέρα- απ' τις πολλές- εκεί που κένταγε, πέρασε ένας αετός, χαμήλωσε το κεφάλι και της είπε: "Τι κεντάς και ξεμπολιάζεις που άντρα πεθαμένονε θα πάρεις". 


Η κοπέλα βέβαια κατατρόμαξε ακούγοντας τέτοια λόγια. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια ο αετός. Και η κοπέλα δεν ήξερε σε ποιον να τα πει. Αποφάσισε τέλος να το πει στη μάνα της. "Παιδάκι μου" της λέει η μάνα της, "άμα στα ξαναπεί να τους πεις: πάρε με και σύρε με εκεί που' ναι ο πεθαμένος άντρας μου". Έτσι λοιπόν κι έγινε. Την άλλη μέρα, σαν πέρασε ο αετός και της είπε πάλι τα ίδια, του απάντησε η κοπέλα ο, τι της είχε πει η μάνα της. Χαμηλώνει λοιπόν ο αετός, ανοίγει τα θερία φτερά του, και κάθεται η κοπέλα πάνω του. Κι εκεί που πάνε, πάνε μακριά, φτάνουν κάποτε σε μια ερημιά που βαθιά στο δάσος φαινόταν ένα σπίτι. Την κατέβασε ο αετός και την άφησε. Η κακομοίρα η κοπέλα σκιαζόταν, αλλά "έτσι μου το χει η μοίρα μου"σκέφτηκε και προχώρησε για τ' άγνωστο σπίτι.

Αφού περπάταγε όλη μέρα, το βράδυ φτάνει και μπαίνει στο σπίτι. Άμα μπήκε όμως τα 'χασε. Στην πρώτη πόρτα ήταν κρεμασμένα σαράντα κλειδιά. Τα παίρνει κι άρχισε να να ανοίγει μια μια την κάμαρη και τι να δουν τα μάτια της: πράματα, θάματα, φαγιά, αρχοντιές. Χαλιά πανάκριβα στρωμένα σ' όλες τις κάμαρες, λούσα, μεγαλεία.... όλα πολύ όμορφα. Ανοίγει όμως και την τελευταία στιγμή και τι να δει! Έναν ωραίο άντρα πεθαμένο, ξαπλωμένο με δεμένα χέρια και να κρατεί ένα χαρτι.

"Α" είπε, "τούτο είναι που μου 'πε ο αετός". Πάει κοντά και παίρνει και το διαβάζει: "όποιος με φυλάξει σαράντα μέρες, σαράντα ώρες, σαράντα λεπτά, αν είναι γριά θα την κάνω μάνα μου, αν είναι άντρας θα τον κάνω αδερφό μου, κι αν είναι κοπέλα θα την κάνω γυναίκα μου. Μα μην κοιμηθεί ούτε στιγμή όμως". Έτσι κι έκανε λοιπόν η κοπέλα. Τον φύλαξε σαράντα μέρες, σαράντα ώρες και σαράντα τέρμενα, μια ώρα όμως πριν τελειώσει η διορία, ακούει κάτι γύφτισσες από κάτω να φωνάζουν "σκλάβες καλές, σκλάβες πουλάμε".

"Δεν παίρνω μία;" συλλογίστηκε. Ρίχνει μια τριχιά, την ανεβάζει, την πληρώνει και φεύγουν οι άλλες.έτσι όμως όπως ήταν νυσταγμένη η κακομοίρα, "σκλαβοπούλα μου" της λέει, "να πέσω λίγο στα γόνατα σου ν' αποκοιμηθώ λιγάκι, που 'χω τόσο καιρό να κοιμηθώ". Δεν πρόλαβε να γύρει κι αποκοιμήθηκε στο λεπτό. Ξυπνάει τότε το βασιλόπουλο, γιατί ήταν η ώρα του: "Εσύ είσαι κυρά μου που με φύλαξες τόσο καιρό;" "Ναι" του απάντησε η σκλαβοπούλα. "Κι αυτή η όμορφη κοπέλα που κοιμάται ποια είναι;" "Αυτή την έχω να φυλάει τις χήνες".  και διατάζει η κακούργα να κατεβάσουν στις χήνες την κοπέλα κι αυτή γίνεται βασίλισσα. 

Έτσι πέρναγε ο καιρός, η σκλάβα χαιρόταν και η καημένη η κοπέλα έκλαιγε και τα δέντρα μάραινε. Κάποτε λοιπόν κηρύχτηκε ένας πόλεμος κι έπρεπε να πάει και ο βασιλιάς. Προτού φύγει ρωτάει όλους στο παλάτι τι θέλουν να τους φέρει δώρο άμα θα γύριζε νικητής. Πάει και στην κοπέλα: "Εσύ κυρά μου, τι θέλεις να σου φέρω;" "Εγώ αφέντη, βασιλιά μου, θέλω να μου φέρεις ένα μαχαίρι της σφαγής, ένα σχοινί του πνιγμού κι ένα ακόνι της υπομονής κι άμα τα λησμονήσεις, να μην ξεκινάει το καράβι που θα μπεις να 'ρθεις". 

Πήγε λοιπόν ο βασιλιάς, πολέμησε, νίκησε πήρε τις παραγγελίες όλων των άλλων και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω στο παλάτι του. Μα της κοπέλας το δώρο το 'χε ξεχάσει. Μπήκε λοιπόν στο καράβι, μα το καράβι που να σπαράξει από τον τόπο του. "Για όνομα του Θεού", λέει ο καπετάνιος "μήπως έχει κανένας σας κανένα τάμα;" Εσύ, αφέντη βασιλιά, μήπως ξέχασες κανά σπουδαίο;" Και τότε ο βασιλιάς θυμήθηκε την παραγγελία που είχε κάνει και την εκμυστηρεύτηκε στον καπετάνιο. "Α!" είπε ο καπετάνιος "να τα πάρεις κι άμα τα πας, να κρυφτείς να δεις τι θα ΄γίνει, γιατί κάτι μυστήριο κρύβεται αυτού πέρα".

Πράγματι, τ' αγόρασε ο βασιλιάς και γυρνώντας στο παλάτι τον περίμεναν μουσική και υποδοχές μεγάλες. Η βασίλισσα με το στέμμα καμάρωνε και έδινε παντού διαταγές. Πήραν όλοι τα δώρα τους, παίρνει και η χηνάρισσα τα δικά της. Ευχαρίστησε το βασιλιά και το βράδι κλαίγοντας μονάχη της έλεγε: "Σήκω μαχαίρι της σφαγής και ακόνι της υπομονής... Δεν είμ' εγώ η αρχοντοπούλα η μοναχοκόρη, που κένταγα και πέρναγ' ο αετός και μου λεγε "τι κεντάς και τι ξομπλιάζεις που άντρα πεθαμένονε θα πάρες;". Και αμέσως σηκωνόταν το μαχαίρι της σφαγής και ετοιμαζόταν να τη σφάξει. "Αλλά στάσου", του έλεγε, "γιατί έχω κι άλλα να σου πω. Έλα ακόνι της υπομονής", κι αμέσως το μαχαίρι πήγαινε στη θέση του.

"Δεν είμ' εγώ που έκατσα σάραντα μέρες, σαράντα ώρες και σαράντα τέρμενα πάνω από τον πεθαμένο, σήκω σχοινί του πνιγμού, σήκω ακόνι της υπομονής. Δεν είμ' εγώ που αγόρασα τη σκλαβοπούλα για συντροφια κι αυτή είπε στο βασιλιά το ψέμα; Σήκω μαχαίρι της σφαγής και πέτρα της υπομονής....". Ο βασιλιάς την άκουγε και δεν πίστευε στα αυτιά του. Ώσπου μια μέρα, θέλησε να καλέσει σε τραπέζι όλον το λαό και τους γειτονικούς βασιλιάδες. Διέταξε να περιποιηθούν και τη χηνάρισσα και να την ανεβάσουν κι αυτή στο τραπέζι. Ανάμεσα λοιπόν στους καλεσμένους, ήταν και ο πατέρας της, όπου μόλις την είδε, την γνώρισε. Τον γνώρισε κι αυτή κι έτρεξε αμέσως με δάκρυα στην αγκαλιά του.

Τότε λοιπόν ο βασιλιάς, που πείστηκε εντελώς πως η κοπέλα έλεγε την αλήθεια, έβαλε όλους τους καλεσμένους τους ξεχωριστά να πουν ο καθένας ξέχωρα την ιστορία του. Ρώτησε λοιπόν ο βασιλιάς τη σκλάβα: "Εσύ τι λες Μεγαλέιότατη, όποιος χωρίζει αντρόγυνα τι πρέπει να παθαίνει;". Κι αυτή του απαντάει: "Να σφάζεται, να κομματιάζεται, και να τον τρώνε τα σκυλιά". "Α, μπράβο!" της λέει ο βασιλιάς, "έλα τώρα να κάνουμε κι έσενα έτσι, παλιογυναίκα". Έτσι κι έγινε. Την πήρανε, τη σφάξανε, την κομματιάσανε και την πετάξανε στα σκυλιά. Κι έζησαν αυτή καλά-ο βασιλιάς και η βασιλοπούλα-κι εμείς καλύτερα.

Το παραμύθι αυτό βρίσκεται στο βιβλίο της Άννας Αγγελοπούλου, "Ελληνικά Πραμύθια Α΄. Οι Παραμυθοκόρες", Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2008, τρίτη έκδοση.
Καταγραφή παραμυθιού: Δήμητρα Παπαδοπούλου από τη Λευκάδα, ΛΦ1247.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου