
Αυτή κλαίγοντας έφυγε και πήγαινε όπου τη βγάλει ο δρόμος. Τη νύχτα κοιμότανε στις κουφάλες των δέντρων και την ημέρα περιπλανιόταν. Ώσπου, μια μέρα, βρήκε ένα ωραίο σπίτι, ανοιχτό και μόνο του. Μπήκε μέσα δειλά και βεβαιώθηκε ότι δεν είναι κανείς. Παρατήρησ' εκεί μέσα ότι υπήρχαν όλα τα είδη από σαράντα (σαράντα πιάτα, σαράντα πιρούνια, σαράντα παπούτσια κ.λπ.). Υπήρχε όμως μεγάλη ακαταστασία. Κάθισε λοιπόν, έπλυνε τα πιάτα, σκούπισε, συγύρισε, άφησε τα πάντα καθαρά κι όταν πλησίαζε να βραδιάζει, κρύφτηκε έξω κάπου εκεί κοντά. Είδε λοιπόν το βράδυ να 'ρχονται σαράντα δράκοι. Όταν βρήκαν αυτά όλα περιποιημένα, απόρησαν ποιος τα είχε κάνει. Κάθε μέρα λοιπόν, όταν γύριζαν, έβρισκαν πάντα το ίδιο: καθαρά, μαγειρεμένα, τα πάντα έτοιμα.
Σκέφτηκαν τότε να μείνει ένας κρυμμένος κάπου μέσα στο σπίτι. Όταν λοιπόν πήγε η κόρη-Σταχτομπούτα να συγυρίσει το σπίτι, αυτός φανερώθηκε. Κείνη τρόμαξε, αλλά ο δράκος την ευχαρίστησε που ερχότανε και τους έκανε τις δουλειές και της είπε να μείνει στο σπίτι τους κι αυτοί δεν θα την αφήσουν να χαθεί. Οι δύο αδελφές της, που τη νόμιζαν χαμένη, πήγαν μπροστά στον καθρέφτη κι άρχισαν να ρωτούν: «Ήλιε μου, ήλιε μου, ποια είναι η πιο όμορφη απ' όλες;» «Η Σταχτομπούτα», απάντησε ο ήλιος. «Μα, η Σταχτομπούτα ζει;» ρώτησαν αυτές. Κι ο ήλιος απάντησε: «Ζει και βασιλεύει και βασίλισσα ηγένει». Τότε αυτές, πήγαν να σκάσουν από το κακό τους. Σκέφτηκαν λοιπόν να ντυθούν φτωχές πωλήτριες καν πάνε να βρουν το σπίτι που έμενε η αδελφή τους, για να της κάνουν κακό.
Πράγματι λοιπόν, Φόρεσαν άλλα ρούχα, πήραν μαζί και διάφορα πράματα, βραχιόλια, σκουλαρίκια, καρφίτσες, να τα πουλήσουν, και ξεκίνησαν να βρουν τη Σταχτομπούτα. Βάδισαν, βάδισαν πολύ. Κάποτε έφτασαν στων δράκων το σπίτι και φώναξαν: «Κυρά —κυρά!» «Ορίστε», λέει η Σταχτομπούτα. «Έβγα να σε ιδούμε». « Οχι, δε βγαίνω». «Έλα να ιδείς, έχουμε ωραία πράματα». Τότε βγήκε στο παράθυρο και κοίταξε. Εκεί καθώς μιλούσε κι είχε το στόμα του ανοιχτό, τις πετούν οι αδελφές της ένα δαχτυλίδι στο στόμα. Η Σταχτομπούτα πέθανε αμέσως και οι αδελφές της έφυγαν. Όταν γύρισαν το βράδυ οι δράκοι στην καλύβα, βρήκαν τη Σταχτομπούτα πεθαμένη. Της έκαναν τότε ένα χρυσό κουτί και την έβαλαν μέσα· κι αυτό το κουτί, το κρέμασαν επάνω σ' ένα δέντρο, έξω από την καλύβα τους.
Ο γιος του βασιλιά πήγαινε κυνήγι και μια μέρα έφτασε ώς εκεί και είδε το χρυσό κουτί που ήταν επάνω στο δέντρο. Ανέβηκε τότε ψηλά επάνω. Το δέντρο όμως κουνήθηκε κι έπεσε κάτω το κουτί. Όπως έπεσε, ταράχτηκε και βγήκε το δαχτυλίδι από το στόμα και η Σταχτομπούτα ξαναζωντάνεψε. Μόλις την είδε το βασιλόπουλο, του άρεσε πολύ και της είπε ότι θα την πάρει γυναίκα του. Όταν το βράδυ ήρθαν οι δράκοι, βρήκαν βρήκαν τη Σταχτομπούτα ζωντανή και τη ρώτησαν: «Πώς ξαναζωντάνεψες;» Είπε η Σταχτομπούτα πως ήρθε ο γιος του βασιλιά, πως αναστήθηκε και πως της είπε ότι θα την πάρει γυναίκα του. Ήρθε αργότερα το βασιλόπουλο, και την πήρε στο παλάτι του.
![]() |
Kyle, Homage to Klimt's Tree of Life |
Ο βασιλιάς όμως, όταν έδωσε το ξύλο, πήγε κοντά στη γριά και κοίταζε από την πόρτα κρυφά· τα είδε όλα αυτά. Κάποια άλλη μέρα, περνούσε η γριά έξω από το παλάτι· την είδε ο βασιλιάς και της λέει: «Γιαγιά, θέλω να με φιλέψεις στο σπίτι σου». «Α», λέει η γριά, «δεν έχω τίποτε, τι να σε φιλέψω;» «Ό,τι έχεις, θα φάω κι εγώ». Από τα πολλά δέχτηκε η γριά να τον φιλέψει- πήγε ο βασιλιάς στο σπίτι της. Μόλις είδε τη Σταχτομπούτα, αμέσως τη γνώρισε, που ήταν η γυναίκα του κι ήθελε να την πάρει. Η γριά όμως δεν την άφηνε. Ήθελε να την κρατήσει σπίτι της. Στο τέλος όμως την πήρε ο βασιλιάς και την πήγε στο παλάτι του. Κι από τότε, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου